«Η μεγάλη μου κόρη, Σουλτάνα, γεννήθηκε το έτος 1963.
Επειδή εργαζόμασταν στη Γερμανία και εγώ και η σύζυγός μου μόλις απογαλακτίσθηκε την άφησα να μεγαλώσει κοντά στους γονείς της συζύγου μου.
Το καλοκαίρι του 1967 ή 68 ήρθαμε με άδεια εξ αιτίας του ότι το παιδί μας αρρώστησε.
Δεν αφήσαμε γιατρό που να μην τρέξουμε για το παιδί μας.
Που ήταν γιατρός και δεν φθάσαμε.
Όπου «ακούγαμε» γιατρό τρέχαμε.
Τα χρήματα που ξοδέψαμε, ο κόπος μας, η αγωνία μας, είδαν αποτέλεσμα τη διάψευση των ελπίδων.
Ακολουθήσαμε κάθε αγωγή που μας συνιστούσαν.
Το παιδί μας όμως «έλειωνε» και θεραπεία δεν ερχόταν.
Είχε απομείνει όπως λέμε «πετσί και κόκκαλο», κάθε μέρα όλο και περισσότερο «στέγνωνε», ξεχώριζαν κυριολεκτικά τα κοκκαλάκια του κάτω από το δέρμα.
Κάποια στιγμή, μετά από πολλές περιπέτειες μάθαμε ότι παρουσιάσθηκε ένα αγιονέρι στην εκκλησία της Παναγίας στη Νεάπολι (Βοΐου).
Το πήγα, το έβρεξα.
Όμως πέρασαν μέρες και δεν είδαμε καμία βελτίωση.
Πήγαμε στην πηγή της Παναγίας στο Χορηγό όπου υπάρχει το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής.
Πάλι δεν έγινε τίποτε.
Μετά από τρεις μέρες το πήγα στον «Άγιο Αθανάσιο».
Το παιδί πλέον ήταν σε άθλια κατάσταση, δεν μιλούσε.
Το παιδί πλέον ήταν σε άθλια κατάσταση, δεν μιλούσε.
Το έβαλα κάτω από την εικόνα του Αγίου, το έβρεξα.
Στη στιγμή αποκοιμήθηκε. Φοβηθήκαμε.
Κοιμόταν βαθιά για περίπου 24 ώρες, χωρίς να ξυπνήσει καθόλου, ούτε για νερό.
Στη στιγμή αποκοιμήθηκε. Φοβηθήκαμε.
Κοιμόταν βαθιά για περίπου 24 ώρες, χωρίς να ξυπνήσει καθόλου, ούτε για νερό.
Όταν ξύπνησε ήταν ένα κανονικό, υγιέστατο παιδί.
Από τότε, γιατρό δεν «είδε».
Από τότε, γιατρό δεν «είδε».
Σήμερα η Σουλτάνα μου, ζει στη Θεσσαλονίκη, έχει την οικογένειά της, τα παιδάκια της.
Δοξάζω το Θεό και τον Άγιο Αθανάσιο».