Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

Ευλογημένα και καταραμένα επαγγέλματα


Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Πρέπει, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω.
Ἀλλ᾽ ὑ­πάρ­­χουν ἆραγε αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν;
Οἱ προ­φητεῖες ἔλεγαν, ὅτι θά ᾽ρθουν χρόνια πο­νηρά, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θά ᾽­χουν αὐτιὰ κι αὐτιὰ δὲν θά ᾽χουν (βλ. Ἠσ. 6,10. Ἰερ. 5,21).
Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό· ἔχουμε αὐτιὰ γιὰ τὸ δι­άβολο, ν᾽ ἀκοῦμε ὅ,τι αἰσχρὸ καὶ νὰ ξενυχτοῦ­­με σὲ ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, ἀλλὰ αὐτιὰ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν
ἔχουμε, κλείνουμε τ᾽ αὐτιά μας στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἐν τούτοις δὲν ἀπογοητεύομαι.
Θὰ κηρύξω καὶ πάλι.
Καὶ θέλω νὰ ἐλπίζω ὅτι, ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν ὅλοι, θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί, θὰ μ᾽ ἀκούσουν εἴ­κο­σι· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν εἴκοσι, θὰ μ᾽ ἀκούσουν δέκα· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν δέκα, θὰ μ᾽ ἀκούσῃ ἕνας· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσῃ οὔτε ἕνας, ἐ­γὼ εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω.
Μὲ τὴν ἐλπίδα λοιπὸν ὅτι ὑπάρχει ἐνδιαφέ­ρον γιὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ θὰ μιλήσω.

* * *
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.
Τί λέει;
Δι­ηγεῖται ἕνα θαῦμα, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς, τὰ φύλλα τῶν δα­σῶν, τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ;
Ἐὰν μπορῇ κανεὶς νὰ μετρήσῃ αὐτά, τότε θὰ μπορέσῃ νὰ μετρήσῃ καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Χριστὸς εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Ποιό εἶνε τὸ σημερινὸ θαῦμα.
Στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ λίμνη, πιὸ μεγάλη ἀ­πὸ τὴ δική μας Πρέσπα, ἡ λίμνη Γεννησαρέτ.
Στὶς ὄχθες της σὲ φτωχικὲς καλύβες κατοικοῦ­σαν ψαρᾶδες.
Ἔρριχναν τὴ νύχτα τὰ δίχτυα τους καὶ μὲ τὰ ψάρια ποὺ ἔπιαναν συν­τηροῦσαν τὶς οἰκογένειές των.
Ἐκεῖ λοιπὸν πῆγε ὁ Χριστός μας, μαζεύτηκε πολὺς κόσμος κι ἄκουγαν τὰ χρυσᾶ του λόγια.
Ὅταν τελείωσε τὴ διδασκαλία ὁ Χριστὸς λέει στὸν Πέτρο· ῾Ρίξε τὰ δίχτυα νὰ ψαρέψῃς.

―Κύριε, λέει ὁ Πέτρος, ὅλη νύχτα
―γιατὶ νύχτα γίνεται τὸ ψάρεμα― κοπιάσαμε μὰ τίποτα δὲν πιάσαμε, καὶ θὰ πιάσουμε τώρα τὴν ἡμέρα;

Ἀλλ᾽ ἀφοῦ τὸ λὲς ἐ­σύ, ὑπακούω.
Ὑποτάσσεται λοιπὸν στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, ῥίχνει τὰ δίχτυα, κι αὐτὰ γέμισαν τόσο ποὺ κινδύνευαν νὰ σχιστοῦν· φόρτωσαν δύο πλοῖα μὲ ψάρια.
Καὶ θαύ­μασε ὁ Πέτρος κι ὅσοι ἦταν μαζί του· «θάμβος περιέσχεν αὐ­τὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ» (Λουκ. 5,9).
Αὐτὸ εἶνε τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ μας στὴ Γεννησαρέτ.
Καὶ μόνο ἐκεῖ;
Δι­αρκῶς θαύματα κάνει ὁ Χριστός.

Ἀλλὰ δυσ­τυ­χῶς δὲν ἔχουμε αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουμε καὶ μά­τια νὰ δοῦμε τὰ θαύματά του.
Ὅλα, ἀπὸ τὰ μι­κρότερα μέχρι τὰ μεγαλύτερα, εἶνε δικά του δημιουργήματα.
Πάρτε ἕνα παράδειγμα. Σπέρ­νουμε σιτάρι· τί εἶνε ἕνα κουκκὶ σιτάρι; ἕνα ἐ­λάχιστο πρᾶγμα.
Κι ὅμως μέσα στὸν σπόρο αὐ­τόν, σ᾽ ἕνα κουκκί, ὑπάρχει – τί; ζωή, δύναμις τεραστία.
Αὐτὸς ὁ ἕνας σπόρος, ὅταν τὸν σπεί­­ρῃς, μεγαλώνει, γίνεται στάχυς· κι ὁ ἕνας σπό­ρος γίνεται τριάντα – ἑξήντα – ἑκατό, κι ὁ κάμ­πος μοιάζει μὲ πράσι­νη θάλασσα.
Ἐρωτῶ λοιπόν· ἡ ἐπιστήμη, γιὰ τὴν ὁποία καυχῶνται πολλοί, μπορεῖ νὰ φτειά­ξῃ ἕνα σπόρο;
Ὄχι.
«Θάμβος» προκαλεῖ τὸ με­γαλεῖο τῆς φύσεως, θαμπώνεται ὁ ἄνθρωπος.
Θαύματα κάνει ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ!
Εἴ­δατε;
Τὴν πρώτη φορὰ δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς μαζί τους καί, ἐνῷ κουράστηκαν ὅλη νύχτα, δὲν ἔπιασαν οὔτε λέπι. 
Τὴ δεύτερη φο­ρά, ὅ­ταν εὐλόγησε ὁ Χριστός, τὰ δίχτυα τους γέμισαν ἀπὸ ψάρια.
Ὑπάρχουν λοιπὸν δύο εἰ­δῶν ἐργασίες· ἐκεῖνες ποὺ εὐλογεῖ κ᾽ ἐκεῖ­νες ποὺ δὲν εὐλογεῖ ὁ Χριστός, ὑπάρχουν ἐ­παγγέλμα­τα εὐλογημένα καὶ ἐ­παγγέλματα καταραμένα.
Τὰ πρῶτα καὶ πιὸ εὐλογημένα ἐπαγγέλματα εἶνε ὁ γεωργὸς καὶ ὁ βοσκὸς στὴν ξηρὰ καὶ ὁ ψαρᾶς στὴ θάλασσα.
Ἂν λείψουν αὐτά, ὁ κό­σμος πέθανε.
Τὰ ἄλλα ἐπαγγέλματα ἐμ­φανίστη­καν κατόπιν.
Σήμερα ὑπάρχουν στὸν κόσμο πάνω ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες ἐπαγγέλματα, ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα πολλὰ εἶνε ἄχρηστα.
Τὰ πρῶτα καὶ εὐλογημένα ἐκεῖνα ἐπαγγέλματα περιφρονοῦνται.
Τὸ παιδάκι μας;

νὰ γίνῃ δάσκαλος, καθηγητής, γιατρός, ἀξιωματικός.

Ὄχι γεωργός, ὄχι βοσκός, ὄχι ψαρᾶς.

Ἡ γεωργία, ἡ κτηνοτροφία, ἡ ἁλιεία παραμελήθηκαν.

Ἡ ἴδια νοοτροπία ἐπικρατοῦσε καὶ στὴ Ῥωσία.
Ἀλλὰ ἕνας εὐφυὴς κυβερνήτης πῆγε μιὰ μέρα στὸ πανεπιστήμιο τῆς Μόσχας καὶ ρώτησε τοὺς φοιτητάς.

―Πίνετε γάλα;

―Πῶς!

—Τρῶτε κρέας;

—Πῶς!

—Ξέρω ὅτι γιὰ τὸ ψη­τὸ χοιρινὸ γλείφετε καὶ τὰ δάχτυλά σας, θέλω ὅμως νὰ σᾶς ρωτήσω· ποιός ἀπὸ σᾶς βόσκη­σε χοίρους, γίδια, πρόβατα; Κανείς.

Δὲν εἶνε σωστὸ αὐτό.

Ὁρίζω λοιπόν, ὅτι δὲν θὰ πά­ρῃ κανείς δίπλωμα (δασκάλου, καθηγητοῦ, ἐπι­στήμονος), ἐὰν δὲν δουλέψῃ προηγουμένως τρεῖς μῆνες σὲ κολχόζ.
Θὰ βοσκήσετε, θὰ φέρετε βεβαίωσι ἀπὸ τὸ κολχόζ, καὶ μετὰ θὰ πάρετε τὸ δίπλωμά σας…

Δὲν τὸ λέμε αὐτὸ διότι θαυμάζουμε τὸ ἀθεϊστικὸ σύστημα, ἀλλὰ διότι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἦταν σωστή.
Καὶ σήμερα οἱ ῾Ρῶσοι, ὕστερα ἀπὸ ἑβδομηνταπέντε χρόνια, ἐπανέρχονται στὴν χριστιανικὴ πίστι.
Ἐνῷ ὅμως περιφρονοῦνται τὰ εὐλογημένα ἐ­παγγέλματα, τώρα «εὐδοκιμοῦν» πολλὰ καταραμένα ἐπαγγέλματα.

Ποιά;
Πρὸ καιροῦ ἦρ­θε κάποιος στὴ μητρόπολι καὶ ἔκλαιγε.
Τὸν ρώ­τησα τί ἔχει, καὶ μοῦ λέει·

 ―Πῆγα στὴ Γερμανία, δούλεψα σκληρὰ μέσ᾽ στὰ ἐργοστάσια καὶ μάζεψα μερικὰ μάρκα.

 Ὅταν ἦρθα στὸ χωριό, μοῦ λέει κάποιος· 

Ἔλα τὴ νύχτα νὰ διπλασιάσῃς τὰ λεφτά· ἔχεις χίλια μάρκα, νὰ τὰ κάνῃς δυὸ χιλιάδες. 

―Πῶς; λέω. 

―Θὰ σοῦ ποῦμε. 

Τὸν παίρνει λοιπὸν καὶ τὸν πάῃ στὸ χαρτοπαίγνιο. 

Καὶ ἐκεῖ, στὸ «χαρτί», τοῦ πῆ­ραν ὅλα τὰ χρήματα, καὶ τώρα εἶνε ἀπένταρος, δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάῃ.

⃝ Τὰ μαγαζιὰ λοιπὸν μὲ τὰ τυχερὰ παιχνίδια (προγνωστικὰ ἀθλητικῶν ἀγώνων, «φρουτάκια», ζάρια, χαρτιά, λέσχες, καζῖνο, ρουλέττες, στοιχή­ματα σὲ ἱπ­πο­δρόμια, χρηματιστήρια κ.ἄ.), ποὺ ὑπόσχονται μεγάλα κέρδη χωρὶς τὸν τίμιο κόπο καὶ ἱδρῶτα ἀλλὰ μόνο μὲ ἐ­πίκλησι τῆς «θε­ᾶς» τύχης, εἶνε καταραμένες ἐργασίες.

⃝ Ἐπίσης τὰ ποικίλα κέντρα ἢ ἐπικοινωνιακὰ μέσα ψυχοφθόρου δι­ασκεδάσεως (σκυλάδικα, μπάρ, ντισκοτέκς, χοροὶ γυμνώσεως, οἶ­κοι ἀνοχῆς, στρατόπεδα γυμνιστῶν, βιντεοκλάμπ, «ρὸζ τη­λέφωνα», πορνογραφία κ.τ.λ.), ποὺ ἐμπορεύονται τὴν γυναικεία ἰδίως σάρκα, εἶνε καταραμένες ἐργασίες.

⃝ Τὰ ποικίλα ἄλ­λα ἀθέμιτα ἐμπόρια (ποτῶν, ναρκωτι­κῶν οὐσιῶν καὶ ὡρισμένων φαρμάκων καὶ φυτοφαρμάκων, μεταλλαγμένων τρο­φῶν, ἀκουσμά­των, θεαμάτων, πολεμικῶν ὅ­πλων, δούλων, ἀν­ηλίκων, λευκῆς σαρκός, ὀρ­γάνων σώματος γιὰ μεταμοσχεύσεις κ.ἄ.), ποὺ ἐπιβουλεύον­ται τὴν ὑγεία καὶ τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου, εἶνε καταραμένες ἐργασίες.

⃝ «Τέχνες» καὶ «ἐπιστῆμες» ποὺ ἐργάζονται μὲ στόχο τὴν ἐξαπάτησι, τὴν ἀλ­λοίωσι τῆς νοο­τροπίας τοῦ ἀν­θρώπου καὶ τῆς φυ­σιογνωμί­ας τοῦ λαοῦ, ἀκόμη καὶ τὴν μείωσι τοῦ πλη­θυσμοῦ (πυρηνικὲς δοκιμές, τρομοκρατία, πλη­ρω­μένη δημοσιογραφία, στρατευμένος κινηματο­γράφος, θέ­ατρο, ἀπομίμησις, ταχυδα­κτυλουρ­γία, ἐπαιτεία, μεταμφίεσις, ἰατρι­κὲς ἐγχειρήσεις ἀλλαγῆς φύλου, ἀθέμιτες γενετικὲς ἐ­πεμβάσεις ὅπως κλωνοποίησις κ.ἄ.), εἶνε ἀ­θέ­μιτες καὶ καταραμένες ἐργασίες.

Γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ ἐπιχειρήσεις καὶ μαγαζιά, ποὺ οἱ ὑπηρε­σίες ποὺ προσφέρουν εἶνε ὄχι περιττὲς ἀλλὰ φθοροποιὲς καὶ καταστρεπτικές.
Πλῆθος ἄνθρωποι (ἄντρες, γυναῖκες, ἀκόμη καὶ παιδιά), ἐπιδίδονται σὲ εἰδικότητες πρωτάκουστες καὶ ἀπ᾽ αὐτὲς βγάζουν χρῆμα.

Ὅ­λοι αὐτοὶ δουλεύουν γιὰ τὴν ἐξαχρείωσι τῆς κοινωνίας, τὸ σάπισμα τοῦ κόσμου, τὴν κα­τάρρευσι τῆς ἀνθρωπότητος.

Εἶνε ἐπαγγέλματα ποὺ ἀπαγορεύει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.

* * *
Ἀγαπητοί μου! Εὐλογημένος ὁ γεωργὸς κ᾽ εὐλογημένος ὁ τσοπᾶνος κ᾽ εὐλογημένος ὁ ψαρᾶς, τὰ ἐπαγγέλματα ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Ν᾽ ἀγαπᾶτε τὴν ἐρ­γα­σία· 
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο δουλειά!

Ξημέρωσε ὅμως Κυ­ριακή; βγῆκε ὁ ἥλιος; χτύπησε καμπάνα;
Στὸπ ἡ ἐργασία καὶ φτερὰ στὰ πόδια γιὰ τὴν ἐκκλησία. Ἑκατὸν ἑξηνταοχτὼ ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομά­δα· μιὰ ὥρα βαστάει ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τέλος.

Ἔ­λα λοιπὸν μιὰ ὥρα, νὰ πῇς ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», νὰ πῇς ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», νὰ πῇς ἕνα «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,21), ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ἂν τὸ πῇς αὐτό, μαῦ­ρος θὰ μπῇς – ἄσπρος θὰ βγῇς. 
Θεία εὐλογία εἶνε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.

Μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι ὅλοι εἶστε ἀγαπημένοι καὶ ἑνωμένοι καὶ ζῆτε ὅπως θέλει ὁ Θεός, μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ ζῶ κ᾽ ἐγώ, ποὺ ὑπηρετῶ ἑξήν­τα χρόνια κ᾽ ἔχω ἀνεβῆ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ ὑ­περ­ήσπισα πίστι καὶ πατρίδα· καὶ σᾶς λέγω – προφητεύω ὅτι, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, ἡ Μακε­δονία μας ἦτο, εἶνε καὶ θὰ εἶνε πάντα ἑλληνική.

(†) Επίσκοπος Αὐγουστῖνος