Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Πρέπει, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω.
Ἀλλ᾽ ὑπάρχουν ἆραγε αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουν;
Οἱ προφητεῖες ἔλεγαν, ὅτι θά ᾽ρθουν χρόνια πονηρά, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θά ᾽χουν αὐτιὰ κι αὐτιὰ δὲν θά ᾽χουν (βλ. Ἠσ. 6,10. Ἰερ. 5,21).
Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό· ἔχουμε αὐτιὰ γιὰ τὸ διάβολο, ν᾽ ἀκοῦμε ὅ,τι αἰσχρὸ καὶ νὰ ξενυχτοῦμε σὲ ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, ἀλλὰ αὐτιὰ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν
ἔχουμε, κλείνουμε τ᾽ αὐτιά μας στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
ἔχουμε, κλείνουμε τ᾽ αὐτιά μας στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἐν τούτοις δὲν ἀπογοητεύομαι.
Θὰ κηρύξω καὶ πάλι.
Καὶ θέλω νὰ ἐλπίζω ὅτι, ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν ὅλοι, θὰ μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν οἱ μισοί, θὰ μ᾽ ἀκούσουν εἴκοσι· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν εἴκοσι, θὰ μ᾽ ἀκούσουν δέκα· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσουν δέκα, θὰ μ᾽ ἀκούσῃ ἕνας· κι ἂν δὲν μ᾽ ἀκούσῃ οὔτε ἕνας, ἐγὼ εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω.
Μὲ τὴν ἐλπίδα λοιπὸν ὅτι ὑπάρχει ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ θὰ μιλήσω.
* * *
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.
Τί λέει;
Διηγεῖται ἕνα θαῦμα, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς, τὰ φύλλα τῶν δασῶν, τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ;
Ἐὰν μπορῇ κανεὶς νὰ μετρήσῃ αὐτά, τότε θὰ μπορέσῃ νὰ μετρήσῃ καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Χριστὸς εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Ποιό εἶνε τὸ σημερινὸ θαῦμα.
Στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ λίμνη, πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὴ δική μας Πρέσπα, ἡ λίμνη Γεννησαρέτ.
Στὶς ὄχθες της σὲ φτωχικὲς καλύβες κατοικοῦσαν ψαρᾶδες.
Ἔρριχναν τὴ νύχτα τὰ δίχτυα τους καὶ μὲ τὰ ψάρια ποὺ ἔπιαναν συντηροῦσαν τὶς οἰκογένειές των.
Ἐκεῖ λοιπὸν πῆγε ὁ Χριστός μας, μαζεύτηκε πολὺς κόσμος κι ἄκουγαν τὰ χρυσᾶ του λόγια.
Ὅταν τελείωσε τὴ διδασκαλία ὁ Χριστὸς λέει στὸν Πέτρο· ῾Ρίξε τὰ δίχτυα νὰ ψαρέψῃς.
―Κύριε, λέει ὁ Πέτρος, ὅλη νύχτα
―γιατὶ νύχτα γίνεται τὸ ψάρεμα― κοπιάσαμε μὰ τίποτα δὲν πιάσαμε, καὶ θὰ πιάσουμε τώρα τὴν ἡμέρα;
Ἀλλ᾽ ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, ὑπακούω.
Ὑποτάσσεται λοιπὸν στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, ῥίχνει τὰ δίχτυα, κι αὐτὰ γέμισαν τόσο ποὺ κινδύνευαν νὰ σχιστοῦν· φόρτωσαν δύο πλοῖα μὲ ψάρια.
Καὶ θαύμασε ὁ Πέτρος κι ὅσοι ἦταν μαζί του· «θάμβος περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ» (Λουκ. 5,9).
Αὐτὸ εἶνε τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ μας στὴ Γεννησαρέτ.
Καὶ μόνο ἐκεῖ;
Διαρκῶς θαύματα κάνει ὁ Χριστός.
Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν ἔχουμε αὐτιὰ ν᾽ ἀκούσουμε καὶ μάτια νὰ δοῦμε τὰ θαύματά του.
Ὅλα, ἀπὸ τὰ μικρότερα μέχρι τὰ μεγαλύτερα, εἶνε δικά του δημιουργήματα.
Πάρτε ἕνα παράδειγμα. Σπέρνουμε σιτάρι· τί εἶνε ἕνα κουκκὶ σιτάρι; ἕνα ἐλάχιστο πρᾶγμα.
Κι ὅμως μέσα στὸν σπόρο αὐτόν, σ᾽ ἕνα κουκκί, ὑπάρχει – τί; ζωή, δύναμις τεραστία.
Αὐτὸς ὁ ἕνας σπόρος, ὅταν τὸν σπείρῃς, μεγαλώνει, γίνεται στάχυς· κι ὁ ἕνας σπόρος γίνεται τριάντα – ἑξήντα – ἑκατό, κι ὁ κάμπος μοιάζει μὲ πράσινη θάλασσα.
Ἐρωτῶ λοιπόν· ἡ ἐπιστήμη, γιὰ τὴν ὁποία καυχῶνται πολλοί, μπορεῖ νὰ φτειάξῃ ἕνα σπόρο;
Ὄχι.
«Θάμβος» προκαλεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς φύσεως, θαμπώνεται ὁ ἄνθρωπος.
Θαύματα κάνει ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ!
Εἴδατε;
Τὴν πρώτη φορὰ δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς μαζί τους καί, ἐνῷ κουράστηκαν ὅλη νύχτα, δὲν ἔπιασαν οὔτε λέπι.
Τὴ δεύτερη φορά, ὅταν εὐλόγησε ὁ Χριστός, τὰ δίχτυα τους γέμισαν ἀπὸ ψάρια.
Ὑπάρχουν λοιπὸν δύο εἰδῶν ἐργασίες· ἐκεῖνες ποὺ εὐλογεῖ κ᾽ ἐκεῖνες ποὺ δὲν εὐλογεῖ ὁ Χριστός, ὑπάρχουν ἐπαγγέλματα εὐλογημένα καὶ ἐπαγγέλματα καταραμένα.
Τὰ πρῶτα καὶ πιὸ εὐλογημένα ἐπαγγέλματα εἶνε ὁ γεωργὸς καὶ ὁ βοσκὸς στὴν ξηρὰ καὶ ὁ ψαρᾶς στὴ θάλασσα.
Ἂν λείψουν αὐτά, ὁ κόσμος πέθανε.
Τὰ ἄλλα ἐπαγγέλματα ἐμφανίστηκαν κατόπιν.
Σήμερα ὑπάρχουν στὸν κόσμο πάνω ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες ἐπαγγέλματα, ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα πολλὰ εἶνε ἄχρηστα.
Τὰ πρῶτα καὶ εὐλογημένα ἐκεῖνα ἐπαγγέλματα περιφρονοῦνται.
Τὸ παιδάκι μας;
νὰ γίνῃ δάσκαλος, καθηγητής, γιατρός, ἀξιωματικός.
Ὄχι γεωργός, ὄχι βοσκός, ὄχι ψαρᾶς.
Ἡ γεωργία, ἡ κτηνοτροφία, ἡ ἁλιεία παραμελήθηκαν.
Ἡ ἴδια νοοτροπία ἐπικρατοῦσε καὶ στὴ Ῥωσία.
Ἀλλὰ ἕνας εὐφυὴς κυβερνήτης πῆγε μιὰ μέρα στὸ πανεπιστήμιο τῆς Μόσχας καὶ ρώτησε τοὺς φοιτητάς.
―Πίνετε γάλα;
―Πῶς!
—Τρῶτε κρέας;
—Πῶς!
—Ξέρω ὅτι γιὰ τὸ ψητὸ χοιρινὸ γλείφετε καὶ τὰ δάχτυλά σας, θέλω ὅμως νὰ σᾶς ρωτήσω· ποιός ἀπὸ σᾶς βόσκησε χοίρους, γίδια, πρόβατα; Κανείς.
Δὲν εἶνε σωστὸ αὐτό.
Ὁρίζω λοιπόν, ὅτι δὲν θὰ πάρῃ κανείς δίπλωμα (δασκάλου, καθηγητοῦ, ἐπιστήμονος), ἐὰν δὲν δουλέψῃ προηγουμένως τρεῖς μῆνες σὲ κολχόζ.
Θὰ βοσκήσετε, θὰ φέρετε βεβαίωσι ἀπὸ τὸ κολχόζ, καὶ μετὰ θὰ πάρετε τὸ δίπλωμά σας…
Δὲν τὸ λέμε αὐτὸ διότι θαυμάζουμε τὸ ἀθεϊστικὸ σύστημα, ἀλλὰ διότι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἦταν σωστή.
Καὶ σήμερα οἱ ῾Ρῶσοι, ὕστερα ἀπὸ ἑβδομηνταπέντε χρόνια, ἐπανέρχονται στὴν χριστιανικὴ πίστι.
Ἐνῷ ὅμως περιφρονοῦνται τὰ εὐλογημένα ἐπαγγέλματα, τώρα «εὐδοκιμοῦν» πολλὰ καταραμένα ἐπαγγέλματα.
Ποιά;
Πρὸ καιροῦ ἦρθε κάποιος στὴ μητρόπολι καὶ ἔκλαιγε.
Τὸν ρώτησα τί ἔχει, καὶ μοῦ λέει·
―Πῆγα στὴ Γερμανία, δούλεψα σκληρὰ μέσ᾽ στὰ ἐργοστάσια καὶ μάζεψα μερικὰ μάρκα.
Ὅταν ἦρθα στὸ χωριό, μοῦ λέει κάποιος·
Ἔλα τὴ νύχτα νὰ διπλασιάσῃς τὰ λεφτά· ἔχεις χίλια μάρκα, νὰ τὰ κάνῃς δυὸ χιλιάδες.
―Πῶς; λέω.
―Θὰ σοῦ ποῦμε.
Τὸν παίρνει λοιπὸν καὶ τὸν πάῃ στὸ χαρτοπαίγνιο.
Καὶ ἐκεῖ, στὸ «χαρτί», τοῦ πῆραν ὅλα τὰ χρήματα, καὶ τώρα εἶνε ἀπένταρος, δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάῃ.
⃝ Τὰ μαγαζιὰ λοιπὸν μὲ τὰ τυχερὰ παιχνίδια (προγνωστικὰ ἀθλητικῶν ἀγώνων, «φρουτάκια», ζάρια, χαρτιά, λέσχες, καζῖνο, ρουλέττες, στοιχήματα σὲ ἱπποδρόμια, χρηματιστήρια κ.ἄ.), ποὺ ὑπόσχονται μεγάλα κέρδη χωρὶς τὸν τίμιο κόπο καὶ ἱδρῶτα ἀλλὰ μόνο μὲ ἐπίκλησι τῆς «θεᾶς» τύχης, εἶνε καταραμένες ἐργασίες.
⃝ Ἐπίσης τὰ ποικίλα κέντρα ἢ ἐπικοινωνιακὰ μέσα ψυχοφθόρου διασκεδάσεως (σκυλάδικα, μπάρ, ντισκοτέκς, χοροὶ γυμνώσεως, οἶκοι ἀνοχῆς, στρατόπεδα γυμνιστῶν, βιντεοκλάμπ, «ρὸζ τηλέφωνα», πορνογραφία κ.τ.λ.), ποὺ ἐμπορεύονται τὴν γυναικεία ἰδίως σάρκα, εἶνε καταραμένες ἐργασίες.
⃝ Τὰ ποικίλα ἄλλα ἀθέμιτα ἐμπόρια (ποτῶν, ναρκωτικῶν οὐσιῶν καὶ ὡρισμένων φαρμάκων καὶ φυτοφαρμάκων, μεταλλαγμένων τροφῶν, ἀκουσμάτων, θεαμάτων, πολεμικῶν ὅπλων, δούλων, ἀνηλίκων, λευκῆς σαρκός, ὀργάνων σώματος γιὰ μεταμοσχεύσεις κ.ἄ.), ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴν ὑγεία καὶ τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου, εἶνε καταραμένες ἐργασίες.
⃝ «Τέχνες» καὶ «ἐπιστῆμες» ποὺ ἐργάζονται μὲ στόχο τὴν ἐξαπάτησι, τὴν ἀλλοίωσι τῆς νοοτροπίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς φυσιογνωμίας τοῦ λαοῦ, ἀκόμη καὶ τὴν μείωσι τοῦ πληθυσμοῦ (πυρηνικὲς δοκιμές, τρομοκρατία, πληρωμένη δημοσιογραφία, στρατευμένος κινηματογράφος, θέατρο, ἀπομίμησις, ταχυδακτυλουργία, ἐπαιτεία, μεταμφίεσις, ἰατρικὲς ἐγχειρήσεις ἀλλαγῆς φύλου, ἀθέμιτες γενετικὲς ἐπεμβάσεις ὅπως κλωνοποίησις κ.ἄ.), εἶνε ἀθέμιτες καὶ καταραμένες ἐργασίες.
Γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ ἐπιχειρήσεις καὶ μαγαζιά, ποὺ οἱ ὑπηρεσίες ποὺ προσφέρουν εἶνε ὄχι περιττὲς ἀλλὰ φθοροποιὲς καὶ καταστρεπτικές.
Πλῆθος ἄνθρωποι (ἄντρες, γυναῖκες, ἀκόμη καὶ παιδιά), ἐπιδίδονται σὲ εἰδικότητες πρωτάκουστες καὶ ἀπ᾽ αὐτὲς βγάζουν χρῆμα.
Ὅλοι αὐτοὶ δουλεύουν γιὰ τὴν ἐξαχρείωσι τῆς κοινωνίας, τὸ σάπισμα τοῦ κόσμου, τὴν κατάρρευσι τῆς ἀνθρωπότητος.
Εἶνε ἐπαγγέλματα ποὺ ἀπαγορεύει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Εὐλογημένος ὁ γεωργὸς κ᾽ εὐλογημένος ὁ τσοπᾶνος κ᾽ εὐλογημένος ὁ ψαρᾶς, τὰ ἐπαγγέλματα ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Ν᾽ ἀγαπᾶτε τὴν ἐργασία·
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο δουλειά!
Ξημέρωσε ὅμως Κυριακή; βγῆκε ὁ ἥλιος; χτύπησε καμπάνα;
Στὸπ ἡ ἐργασία καὶ φτερὰ στὰ πόδια γιὰ τὴν ἐκκλησία. Ἑκατὸν ἑξηνταοχτὼ ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα· μιὰ ὥρα βαστάει ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τέλος.
Ἔλα λοιπὸν μιὰ ὥρα, νὰ πῇς ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», νὰ πῇς ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», νὰ πῇς ἕνα «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,21), ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ἂν τὸ πῇς αὐτό, μαῦρος θὰ μπῇς – ἄσπρος θὰ βγῇς.
Θεία εὐλογία εἶνε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.
Μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι ὅλοι εἶστε ἀγαπημένοι καὶ ἑνωμένοι καὶ ζῆτε ὅπως θέλει ὁ Θεός, μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ ζῶ κ᾽ ἐγώ, ποὺ ὑπηρετῶ ἑξήντα χρόνια κ᾽ ἔχω ἀνεβῆ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ ὑπερήσπισα πίστι καὶ πατρίδα· καὶ σᾶς λέγω – προφητεύω ὅτι, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, ἡ Μακεδονία μας ἦτο, εἶνε καὶ θὰ εἶνε πάντα ἑλληνική.
Μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι ὅλοι εἶστε ἀγαπημένοι καὶ ἑνωμένοι καὶ ζῆτε ὅπως θέλει ὁ Θεός, μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ ζῶ κ᾽ ἐγώ, ποὺ ὑπηρετῶ ἑξήντα χρόνια κ᾽ ἔχω ἀνεβῆ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ ὑπερήσπισα πίστι καὶ πατρίδα· καὶ σᾶς λέγω – προφητεύω ὅτι, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, ἡ Μακεδονία μας ἦτο, εἶνε καὶ θὰ εἶνε πάντα ἑλληνική.
(†) Επίσκοπος Αὐγουστῖνος