Χριστός: Κάποιος από τους Φαρισαίους, που λεγόταν Νικόδημος, άρχοντας των Ιουδαίων (αφού ήταν μέλος του Συνεδρίου που δίκαζε τα θρησκευτικοπολιτικά ζητήματα και Νομοδιδάσκαλος), ήρθε στον Ιησού νύχτα –είτε λόγω ημερήσιου φόρτου εργασίας, είτε από δειλία, διότι φοβόταν μήπως γίνει αντιληπτός από τους Ιουδαίους- και του είπε:
Γιατί κανείς δεν μπορεί να κάνει αυτά τα θαύματα που κάνεις εσύ, αν ο Θεός δεν είναι μαζί του».
Ο Νικόδημος, βλέποντας τα μοναδικά θαύματα του Ιησού, φαντάστηκε δηλαδή ότι πρόκειται για μεγάλο προφήτη του Θεού και μόνο.
Ο Ιησούς, πιστεύοντας ακράδαντα στην ελευθερία του ανθρώπου, δεν ενοχλήθηκε από αυτό, αλλά του είπε:
«Σε βεβαιώνω, πως αν δεν γεννηθεί κανείς ξανά, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού».
Δηλαδή αν δεν λάβει κάποιος τη χάρη του Θεού μέσω της πίστεως, του βαπτίσματος και της αγιοπνευματικής στη συνέχεια ζωής του δεν μπορεί να σωθεί.
Λέγει προς αυτόν ο Νικόδημος (που δεν κατάλαβε τι σημαίνει “πνευματική αναγέννηση”): «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος, γέροντας πια, να γεννηθεί ξανά;
Μήπως μπορεί για δεύτερη φορά να μπει στην κοιλιά της μητέρας του και να γεννηθεί;»
Ο Ιησούς τού απάντησε: «Σε βεβαιώνω, πως αν κανείς δεν γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού».
Και του εξηγεί έτσι ότι το μυστήριο του βαπτίσματος είναι αυτό που του προσφέρει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, για να συνεχίσει την εν Χριστώ ζωή του.
«Εκείνο που έχει γεννηθεί από τη σάρκα είναι σάρκα και εκείνο που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα είναι πνεύμα», του λέγει.
Ήτοι, όπως αυτό που γεννιέται δια του αίματος και της βιολογικής σχέσης είναι φυσικό και σωματικό, έτσι και εκείνοι που ανα-γεννώνται δια του βαπτίσματος και δια της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος είναι πλέον υιοθετημένα παιδιά του Θεού και ζούνε, από εδώ και τώρα, πνευματικά και ως νέες κτίσεις.
«Μην απορείς, του λέγει, που σου είπα ότι πρέπει να γεννηθείτε ξανά.
Ο άνεμος φυσάει όπου θέλει και ακούς τη βοή του, αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Έτσι συμβαίνει και με καθέναν που γεννιέται από το Πνεύμα».
Δηλαδή, δεν μπορεί να καταλάβει νους ανθρώπου τη δύναμη και ενέργεια του Θείου Πνεύματος (που κατανοείται μόνο ενδο-Τριαδικώς), αφού, ακόμη και στο φυσικό επίπεδο, ούτε και αυτός ο άνεμος μπορεί να τιθασευτεί και να γίνει αντιληπτό το κατά πώς πνέει. «Πώς μπορούν να γίνουν αυτά τα πράγματα;», ρώτησε αμέσως μετά ο Νικόδημος.
Ο Ιησούς τού αποκρίθηκε: «Εσύ είσαι διδάσκαλος του Ισραήλ και αυτά δεν τα ξέρεις;»
Άραγε Νικόδημε, είναι σαν να του έλεγε, ξέχασες μήπως τα μεγάλα και ποικίλα θαύματα του Θεού στη ζωή του Αβραάμ και των Πατριαρχών, την Θεοφάνεια στον Μωυσή, τις δέκα πληγές του Φαραώ, την θαυματουργική Έξοδο από την Αίγυπτο, την διάνοιξη της θαλάσσης, την θεία προστασία των Ιουδαίων στην Έρημο, την εξ ουρανού τροφή και το ποτό που τους έστελνε, τη ζωή των προφητών κ.λπ., και εμφανίζεσαι τώρα ολιγόπιστος;
«Αλήθεια σου λέγω, συνεχίζει ο Κύριος, ότι ενώ σας μιλώ για εκείνο που γνωρίζω, και μαρτυρώ για εκείνο που έχω δει (ως Θεός), τη μαρτυρία μου δεν τη δέχεστε (ούτε θα την δεχθείτε δηλαδή εσείς οι Ιουδαίοι).
Αν δεν με πιστεύετε όταν σας μιλάω για τα γήινα (περί βαπτίσματος και σωτηρίας ανθρώπων), πώς θα με πιστέψετε αν σας μιλήσω για επουράνια πράγματα (για την προαιώνια δηλονότι γέννησή μου από τον Πατέρα και την Θεότητά μου, που υπερβαίνουν κάθε νοητική προσέγγιση)»;
Αυτό μόνο θα σου διορθώσω-αποκαλύψω Νικόδημε, σήμαιναν τα λόγια Του παρακάτω:
«Με ονόμασες διδάσκαλο και με θεωρείς απλά εκ Θεού προφήτη.
Έχεις όμως ακούσει για κανέναν προφήτη που να κατέβηκε από τον ουρανό (γέννηση του Χριστού δια της Παναγίας Θεοτόκου και του Παρακλήτου), να ξανανέβηκε στον ουρανό (40 ημέρες μετά την ανάστασή Του) και να βρίσκεται ταυτόχρονα πάντα στον ουρανό, όπως εγώ είμαι ως Θεός;
Άρα δεν είμαι απλός άνθρωπος!», ήθελε θεολογικά να του πει.
Και για να μιλήσει για την διοχετευθείσα -ένεκα της αγάπης του Θεού, και μέσω της σταυρικής Του θυσίας- Χάρη προς τους ανθρώπους, του εξηγεί ένα σπουδαίο ιστορικοθεολογικό γεγονός από την Παλαιά Διαθήκη:
«Όπως ο Μωυσής είχε κρεμάσει ψηλά το χάλκινο φίδι -για να το βλέπουν οι Ισραηλίτες που είχαν δαγκωθεί από τα δηλητηριώδη φίδια στην έρημο και να θεραπεύονται- έτσι και ο Υιός του Θεού θα κρεμαστεί (θα υψωθεί) επί του σταυρού, θεωρούμενος ως εγκληματίας, για να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος από την αμαρτία.
Και όπως οι δαγκωμένοι από τα δηλητηριώδη ερπετά Εβραίοι σώζονταν ατενίζοντες το φίδι, έτσι και όσοι προσβλέπουν στον Σταυρόν του Κυρίου, και ζουν ευσεβώς και εν μετανοία, σώζονται από τα δαγκώματα του νοητού όφεως, που είναι ο διάβολος, η αμαρτία και ο θάνατος, και κληρονομούν την ανέσπερη βασιλεία του φωτός».
Με τα αποκαλυπτικά αυτά λόγια προλέγει ο Ιησούς όσα θα επακολουθήσουν, ώστε όχι μόνο να φανεί ότι γνώριζε ακριβώς (ως Θεός) τι θα συμβεί, όχι μόνο να φανεί ότι με τη θέλησή Του σταυρώθηκε προς χάριν όλων, αλλά και για να χαρίσει στον ωραίο εσωτερικό κόσμο του Νικοδήμου ένα επιπλέον στήριγμα πίστης, τη στιγμή της μεγάλης δοκιμασίας όλων, όταν δηλαδή ο Σωτήρας θα βρίσκεται κρεμασμένος πάνω στο σταυρό και θα απορούν για το ποιος τελικά είναι.
«Διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, εξηγεί ο Ιησούς, ώστε παρέδωσε (στο θάνατο) το μονογενή του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ αυτόν, αλλά να έχει πρόσβαση στην μακαριότητά Του.
Γιατί, ο Θεός δεν έστειλε τον Υιό του στον κόσμο για να καταδικάσει τον κόσμο (οι Ιουδαίοι νόμιζαν ότι μόνο το δικό τους έθνος θα εξαιρεθεί, αλλά εδώ ο Χριστός εφαρμόζει δίκαια κριτήρια για όλους), αλλά για να σωθεί ο κόσμος δι’ αυτού.
Εκείνος που πιστεύει σ’ αυτόν (και πράττει έργα άξια μετανοίας) δεν χάνεται.
Αυτός όμως που δεν πιστεύει έχει ήδη απολέσει την εαυτού σωτηρία (εννοείται αν δεν μετανοήσει μέχρι το τέλος της ζωής του), γιατί δεν έχει πιστέψει στο όνομα του μονογενούς Υιού του Θεού και δεν μπορεί ως εκ τούτου, ως ατελής, να διέλθει ευφραινόμενος, δια του ακτίστου φωτός, εις την αιώνια θεία κατάπαυση.
Να ποια είναι εξάλλου η πνευματική ζημιά: Το φως ήρθε στον κόσμο, για να φωτίσει και θερμάνει τούς εις την ψυχική και καρδιακή παγωνιά μένοντες.
Οι άνθρωποι όμως αγαπούν περισσότερο το σκοτάδι (την απιστία, αίρεση, κακία και αμαρτία), παρά το φως (το πρόσωπο του Κυρίου και την ορθή πίστη), γιατί τα έργα τους είναι πονηρά.
Κάθε άνθρωπος που πράττει έργα φαύλα μισεί το φως (ξεπέφτει οικειοθελώς από την αλήθεια) και δεν έρχεται στο φως (αυτοκρίνεται, γιατί δεν θέλει ο ίδιος να σωθεί), γιατί φοβάται μήπως γίνουν φανερά τα έργα του (και ελεγχθούν).
Όποιος όμως κάνει πράξεις αγαθές, και σύμφωνες με την αλήθεια του Θεού, αυτός έρχεται στο φως γιατί ποθεί το φως.
Για να γίνει φανερό ότι τα έργα του έχουν γίνει κατά Θεόν» (Ιω. 3,1-21).
Οι άνθρωποι απορρίπτουν λοιπόν το θέλημα του Θεού, περισσότερο γιατί τα έργα τους είναι πονηρά και σκοτεινά, και λιγότερο από άγνοια.
Αν ακόμη και οι φυσικές επιστήμες απαιτούσαν ηθική, λίγοι θα πλησίαζαν σ’ αυτές, έλεγε εύστοχα μεγάλος Γεωμέτρης.
Τα πάθη στην Ορθόδοξη ασκητική θεολογία αντιμετωπίζονται ως διαστροφή των ψυχικών δυνάμεων και παρομοιάζονται με σκούρες κουρτίνες, που εμποδίζουν τις ηλιακές ακτίνες (τη θεία Χάρη) να ζεστάνουν και θεραπεύσουν τον άνθρωπο.
Αντίθετα, οι συμφώνως με την αυθεντική φύση ζώντες, καλοί, αγνοί και ταπεινοί δηλαδή άνθρωποι, προστρέχουν αυθόρμητα προς το φως της χάριτος του Θεού, όπως η μέλισσα γυρεύει το νέκταρ και το ελάφι τα καθαρά και ψυχρά ύδατα για να ξεδιψάσει.
Ο Χριστός, με τη γέννησή του, τη διδασκαλία, τα θαύματα, το σταυρό και την ανάστασή του, άναψε έναν άκτιστο ήλιο, που ακτινοβολεί στο κέντρο της ανθρώπινης ζωής και κάθε δραστηριότητάς μας, ενώ επισημαίνει μονίμως πως υπάρχει Θεός και ανάσταση νεκρών.
Στο χέρι μας είναι να φωτιστούμε και να ζεσταθούμε και, ζώντες εν αγάπη, δια των μυστηρίων της Εκκλησίας και εν ταπεινώσει, να οδηγηθούμε στον πνευματικό λιμένα της σωτηρίας, που λέγεται παραδείσια τρυφή και ανάπαυση.
- - - - - -
Ο σπουδαιότερος διάλογος στην ιστορία!Ο διάλογος του Ιησού με τον Νικόδημο (ερμηνεία-ανάλυση περικοπής Ιωάννου γ 1-21)
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).
Ιωάννου 3,1 Ἦν δὲ(1) ἄνθρωπος ἐκ τῶν Φαρισαίων(2), Νικόδημος(3) ὄνομα αὐτῷ(4), ἄρχων τῶν Ἰουδαίων(5).
Ιωάννου 3,1 Υπήρχε δε εκεί εις την Ιερουσαλήμ, κάποιον άνθρωπος από την τάξιν των Φαρισαίων, ονόματι Νικόδημος, άρχων των Ιουδαίων, διότι ήτο μέλλος του συνεδρίου (Κολιτσάρα Ι) κκ.
Έντεκα διάλογοι του Ιησού αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια από τον Ιωάννη.
Ο πρώτος από αυτούς αρχίζει τώρα (b).
Αυτός αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα τεμάχια της Κ.Δ.
Η πνευματικότητα του Χριστιανισμού και η ανάγκη της αναγέννησης ως απαραίτητος όρος για απόλαυση των προνομίων και αμοιβών του, εκτίθενται χωρίς περιστροφές και με δύναμη.
Ο Κύριός μας εμφανίζει τον εαυτό του με την ευκαιρία αυτή μέγα ηθικό διδάσκαλο, που στάλθηκε στον κόσμο, για να φωτίσει αυτόν και να αποκαλύψεις τις οδούς του Θεού στους ανθρώπους (ο).
Ζήτημα τέθηκε, από πού ο Ιωάννης πληροφορήθηκε αυτήν τη συνομιλία.
Το ότι ο Κύριος ανακοίνωσε αυτήν, θεωρήθηκε ως όχι αρκετά πιθανό.
Δεν είναι όμως απίθανο ο Ιωάννης να ήταν παρών κατά τη νύχτα εκείνη και να άκουσε το διάλογο (g).
Επιπλέον όμως και στον ίδιο τον Νικόδημο, παρόλο που την εποχή που ο Ιησούς συνομίλησε με αυτόν, δεν κατανοούσε αυτός επαρκώς ούτε ήταν σε θέση να συγκρατήσει τα λεγόμενα, μετά την Πεντηκοστή ο Παράκλητος υπενθύμισε αυτά (Ιω. ιδ 26).
(1) Μεταβατικός σύνδεσμος. Η όλη φράση υπαινίσσεται πιθανώς, ότι ο Νικόδημος ανήκε στα αναφερόμενα πρόσωπα στο β 23.
«Ο Νικόδημος είναι πιο έτοιμος στο να πιστέψει» (Κ), «και τώρα είχε ευνοϊκή διάθεση προς τον Ιησού» αν και «όχι όπως έπρεπε, ούτε με την αρμόζουσα λογική, αλλά ακόμα ήταν κυριευμένος από την ιουδαϊκή ασθένεια» (Χ).
(2) Οι οποίοι ήταν οι φανατικότεροι εκπρόσωποι των σχετικά με το Μεσσία εθνικιστικών προκαταλήψεων του Ισραήλ (g).
Οι Φαρισαίοι ανήκαν στους φανατικούς εχθρούς του Κυρίου και αντιτίθονταν σφοδρά εναντίον του νέου πνεύματος της διδασκαλίας του.
Όμως και μεταξύ τους υπήρξαν κάποιοι, στους οποίους έγιναν δεκτές οι μεγάλες αλήθειες του Κυρίου και οι οποίοι οδηγήθηκαν σε υπακοή σε αυτές.
Η χάρη του Χριστού μπορεί να υπερνικήσει και τη μεγαλύτερη αντίσταση.
(3) Αν και ελληνικό το όνομα, δεν ήταν ασυνήθιστο και στους Ιουδαίους.
Αναφέρεται 3 φορές στο δ΄ ευαγγέλιο (δες και ζ 50,ιθ 39), πουθενά όμως στους συνοπτικούς (β).
Είναι από αλλού άγνωστος, αν και το Ταλμούδ συχνά αναφέρει ως ακόλουθο του Ιησού κάποιο πρόσωπο που είχε αυτό το όνομα και ζούσε ακόμα κατά τα χρόνια της καταστροφής των Ιεροσολύμων (μ).
(4) Για τη φράση δες α 6.
(5) Όπως υποδηλώνεται και στο ζ 50, ήταν μέλος του συνεδρίου.
Σύμφωνα με το Λουκ. κγ 13 ονομάζονταν έτσι τα λαϊκά μέλη του συνεδρίου για διάκριση από τους αρχιερείς που συμμετείχαν σε αυτό (g).
Ιω. 3,2 οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῥαββί(2), οἴδαμεν(3) ὅτι ἀπὸ Θεοῦ(4) ἐλήλυθας διδάσκαλος(5)· οὐδεὶς γὰρ ταῦτα τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτοῦ(6).
Ιω. 3,2 Αυτός ήλθε νύκτα προς τον Ιησούν και του είπε• “Διδάσκαλε, γνωρίζομεν ότι συ ήλθες από τον Θεόν ως ο μοναδικός διδάσκαλος των πλέον υψηλών αληθειών. Διότι κανένας δεν ημπορεί να κάνη τα καταπληκτικά αυτά θαύματα, τα οποία κάμνεις συ, εάν ο Θεός δεν είναι μαζή του.
(1) «Επειδή φοβόταν να το κάνει αυτό κατά τη διάρκεια της ημέρας» (Χ), «διότι τον νικούσε η όχι καλή ντροπή και επειδή συγχρόνως δεν παρέβλεπε την ανθρώπινη δόξα» (Κ).
«Φοβόταν δηλαδή να έλθει φανερά εξαιτίας της υποψίας των Ιουδαίων, οι οποίοι αποστρέφονταν όσους πλησίαζαν τον Ιησού» (Ζ).
Είναι αξιοσημείωτο όμως, ότι ουδέποτε υπάρχει καιρός, κατά τον οποίο ο Χριστός δεν δέχεται αυτούς που έρχονται σε αυτόν (b).
Δεν πρέπει όμως και να λησμονείται, ότι οι διανοούμενοι από τους Ιουδαίους είχαν τη συνήθεια να συζητούν σε νυχτερινές ώρες, θεωρώντας τη νύχτα ως ειδικά κατάλληλη για τη σπουδή του νόμου.
Δεν είναι λοιπόν παράλογη και η υπόθεση, ότι ο Νικόδημος επιδίωξε τη συνάντηση με τον Ιησού τη νύχτα, έτσι ώστε με ησυχία και μόνωση να συζητήσει μαζί του για τα σπουδαία αυτά ζητήματα.
Πάντως όμως το σκοτάδι και η νύχτα είναι στο τέταρτο ευαγγέλιο λέξεις που εκφράζουν έννοια κακή. Δες θ 4,ια 9-10,ιγ 30 (χ).
(2) Ονομάζει αυτόν ειλικρινά διδάσκαλο, διότι, όπως αμέσως εξηγεί, «θεωρούσε, ότι είναι προφήτης που στάλθηκε από το Θεό για να τους διδάσκει» (Ζ).
Εννοείται ότι αποδίδοντας τον τίτλο αυτό στον Ιησού δεν συνυπονοούσε, ότι αναγνώριζε αυτόν και ως Μεσσία και πολύ λιγότερο και ως Θεό, αλλά «ακόμα έχει ανθρώπινη ιδέα για αυτόν και συζητά σαν να πρόκειται για προφήτη, χωρίς να φαντάζεται τίποτα το εξαιρετικό από τα θαύματα» (Χ).
«Νόμιζε ότι ο Ιησούς είναι διδάσκαλος που έχει το Θεό μαζί του, αλλά όχι ότι είναι Θεός, όπως φανερώνουν τα λόγια του με το να πει ότι, Από το Θεό έχεις έλθει διδάσκαλος» (Ω).
Από το Θεό ως τον πατέρα των οικτιρμών, που ελεεί τον κόσμο που πλανιέται στο σκοτάδι· από το Θεό ως τον πατέρα των φώτων και ως την πηγή της αλήθειας.
(3) Ο πληθυντικός υποδηλώνει ότι ο Νικόδημος εξέφραζε και την ιδέα άλλων συναδέλφων του (g).
(4) Μπαίνει μπροστά η λέξη για αντίθεση με το συνηθισμένο διδασκαλικό αξίωμα (g). Όχι άνθρωπος, αλλά ο Θεός σε έστειλε διδάσκαλο.
(5) «Γιατί λοιπόν έρχεσαι νύχτα και κρυφά προς αυτόν που λέει τα λόγια του Θεού;…
Αλλά ούτε αυτό είπε ο Ιησούς, ούτε τον έλεγξε.
Διότι λέει ο ψαλμός: Καλάμι ραγισμένο δεν θα το σπάσει» (Χ).
(6) Ο Νικόδημος δεν είχε προχωρήσει μέχρι το βαθμό της πίστης του Ναθαναήλ.
«Επειδή τον θεωρούσε προφήτη, κατά συνέπεια νόμιζε ότι δεν κάνει αυτά με τη δική του δύναμη, αλλά με αυτήν του Θεού» (Ζ).
Τα θαύματα του Κυρίου ήταν τα πιστοποιητικά του.
Η τάξη της φύσης δεν μπορούσε να μεταβληθεί παρά μόνο με τη δύναμη του Θεού, του Δημιουργού και Κυρίου της φύσης, ο οποίος πιστεύουμε ότι είναι Θεός της αλήθειας και αγαθότητας και δεν είναι ποτέ δυνατόν να θέσει τη σφραγίδα του κάτω από το ψεύδος ή την αγυρτεία.
Ιω. 3,3 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· ἀμὴν ἀμὴν(3) λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν(4), οὐ δύναται ἰδεῖν(5) τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(5).
Ιω. 3,3 Απήντησε ο Ιησούς και είπε• “σε διαβεβαιώνω, ότι εάν δεν γεννηθή κανείς από τον ουρανόν, δεν ημπορεί να ίδη και να απολαύση την βασιλείαν του Θεού”.
(1) «Δες πόσο υπερβολική συγκατάβαση» (Χ).
«Δεν τον ελέγχει επιπλήττοντάς τον, ούτε λέει· Γιατί λοιπόν έρχεσαι νύχτα σε διδάσκαλο που στάλθηκε από το Θεό;
Γιατί δεν δείχνεις θάρρος;» (Θφ).
Ούτε «είπε ότι, δεν χρειάζομαι καθόλου τη βοήθεια των άλλων, αλλά όλα τα κάνω με εξουσία διότι είμαι γνήσιος Υιός του Θεού και έχω την ίδια δύναμη με αυτόν που με γέννησε» (Χ), «αλλά με απαλό τρόπο μιλά σε αυτόν για τα θεία και υψηλά» (Θφ).
(2) Απαντά στη σκέψη μάλλον παρά στα λόγια του Νικοδήμου.
Ή, «νόμισε ο Νικόδημος ότι ξέρει τον Ιησού και ότι φρονεί ορθά για αυτόν· δείχνοντας όμως ο Χριστός, ότι περιπλανιέται μακριά από την αλήθεια, λέει» (Ζ)· «η πίστη, Νικόδημε, δεν πετυχαίνεται με αυτά που νόμισες» (Κ).
Ή, πιο σωστά, έχει υπ’ όψη ο Κύριος τις σχετικά με το Μεσσία και τη βασιλεία του παχυλές αντιλήψεις του Νικοδήμου και αποκλείοντας το επίγειο αυτής της βασιλείας, τονίζει την αναγκαιότητα της εσωτερικής αναγέννησης για μετοχή σε αυτήν (ο).
Είναι ολοφάνερο, ότι ο Νικόδημος ανέμενε την προσεχή εμφάνιση της βασιλείας των ουρανών ή της βασιλείας του Μεσσία.
Και σύμφωνα με τις παχυλές ελπίδες των Ιουδαίων περίμενε να εμφανιστεί αυτή με εξωτερική πομπή και δύναμη.
Δεν αμφιβάλλει, ότι ο Ιησούς, ο οποίος κάνει τέτοια θαύματα, είναι ο ίδιος ο Μεσσίας ή ο προφήτης του και για αυτό ζητά να εξασφαλίσει στον εαυτό του κάποιο μερίδιο από τα πλεονεκτήματα της βασιλείας που έρχεται μετά από λίγο.
(3) Δες α 52. Προϋποθέτει αμφιβολία στο πνεύμα του ακροατή, και εδώ προέρχεται αυτή από τις παχυλές προκαταλήψεις του Νικοδήμου για τη βασιλεία του Μεσσία (g).
(4) «Η λέξη «άνωθεν» άλλοτε μεν σημαίνει, από τα πάνω και από το ύψος… άλλοτε όμως σημαίνει, ξανά πάλι» (Ω).
«Εδώ άλλοι μεν ερμηνεύουν, από τον ουρανό, ενώ άλλοι, από την αρχή» (Χ).
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, έχει έννοια χρονική όπως στα Λουκ. α 3 και Γαλ. δ 9. Σύμφωνα με την πρώτη, έχει έννοια τοπική όπως στα Ιω. γ 31, ιθ 11 (C).
Και οι δύο εκδοχές στο ίδιο καταλήγουν= «Λέγοντας «άνωθεν», εννοεί την αναγέννηση μέσω του Πνεύματος» (Κ).
Η συνέχεια όμως του διαλόγου δείχνει, ότι πρόκειται όχι για κάποια δεύτερη γέννηση, αλλά για γέννηση από τον ουρανό, από το Πνεύμα (σ. 5), από το Θεό (Ιω. α 12,13,Α Ιω. β 29,γ 9,δ 7, ε 18)(χ).
Το να γεννηθούμε άνωθεν σημαίνει να ζούμε νέα ζωή.
Η γέννηση είναι η αρχή της ζωής.
Πρέπει να αποκτήσουμε φύση νέα, αρχές νέες, συναισθήματα νέα, σκοπούς νέους.
Από την πρώτη μας γέννηση είμαστε διεφθαρμένοι, παίρνοντας το σχήμα της αμαρτίας και αδικίας.
Πρέπει για αυτό να υποβληθούμε σε νέα γέννηση, με την οποία οι ψυχές μας θα αποκτήσουν νέα μορφή και ζωή.
Η νέα αυτή γέννηση έχει την προέλευσή της από τον ουρανό και οι τάσεις και ροπές της είναι ουράνιες.
Σε αυτήν γεννιέται κάποιος σε νέα ζωή, σε θεία και ουράνια ζωή, σε ζωή κοινωνίας με το Θεό και τον ουράνιο κόσμο, και μαζί με αυτό γίνεται μέσω αυτής και κοινωνός θείας φύσης και έχει την εικόνα του ουρανίου.
(5) Η φράση ισοδυναμεί με το να μετέχει κάποιος στη βασιλεία του Θεού, να λαμβάνει πείρα αυτής, όπως στις φράσεις: βλέπω διαφθορά (Πράξ. β 27), βλέπω θάνατο (Λουκ. β 26,Ιω. η 51) κλπ. (β).
Ίσως προτιμήθηκε εδώ σε σχέση με το γεννιέμαι· επειδή νέα όψη υποθέτει νέα ζωή (g).
Δεν μπορούμε να δούμε βασιλεία του Θεού, δηλαδή δεν μπορούμε ούτε να κατανοήσουμε τη φύση της, ούτε να δοκιμάσουμε τις ανέσεις της.
Είναι τέτοια η φύση εκείνων, τα οποία ανήκουν στη βασιλεία του Θεού, ώστε για κατανόησή τους πρέπει η ψυχή να αναχωνευθεί και να αναμορφωθεί.
Ο φυσικός άνθρωπος πρέπει να γίνει πνευματικός, για να μπορεί να καταλάβει αυτά (Α΄Κορ. β 14).
Αλλά και για να δοκιμάσουμε τα αγαθά αυτής της βασιλείας, πρέπει να αναγεννηθούμε.
Διότι είναι αδύνατον να γίνουμε ευτυχείς, εάν δεν γίνουμε άγιοι.
(6) Οι εσχατολογικές ελπίδες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη φράση, εκτίθενται στα ε 28,29,στ 39,40,44,54 (g).
Αυτός που βλέπει το Χριστό, βλέπει αυτήν τη βασιλεία (b).
Για αυτό και ο Χ. ερμηνεύει: «(λέει) την βασιλεία του Θεού σημαίνοντας εδώ τον εαυτό του και δηλώνοντας ότι… χρειαζόμαστε άλλα μάτια, ώστε να δούμε το Χριστό.
Εάν δεν μετάσχεις στο Πνεύμα μέσω του λουτρού της αναγέννησης (=βάπτισμα) δεν μπορείς να αποκτήσεις την αρμόζουσα γνώμη για μένα» (Χ).
Ιω. 3,4 λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος· πῶς δύναται(1) ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον(2) εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι(3);
Ιω. 3,4 Λεγει προς αυτόν ο Νικόδημος• “πως είναι δυνατόν να γεννηθή πάλιν ο άνθρωπος, και μάλιστα όταν είναι γέρων; Μηπως ημπορεί να εισέλθη δια δευτέραν φοράν εις την κοιλίαν της μητρός του και να γεννηθή πάλιν;”
(1) Ή, ο Νικόδημος παρανόησε χονδροειδώς και «ακούγοντας για την ουράνια και πνευματική γέννηση, φαντάζεται ακόμα τη σωματική κοιλιά, η οποία επανέρχεται πάλι σε γέννηση αυτών που είναι ήδη γεννημένοι» (Κ).
«Δεν μπόρεσε να καταλάβει αυτήν, και θεωρεί ότι είναι σαρκική· και εύλογα απορεί και ζητά τον τρόπο» (Ζ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, ο Νικόδημος δεν αγνοεί την έννοια της πνευματικής αναγέννησης, αφού στους Ιουδαίους οι προσήλυτοι από τα έθνη θεωρούνταν ως καινούργια κτίση και ως ξανά γεννημένοι.
Για αυτό, μη θεωρώντας ως αναγκαία την πνευματική αυτή επανάσταση, η οποία ζητιέται από κάθε εθνικό, και για οποιονδήποτε ορθόδοξο Ιουδαίο, στον οποίο η από τον Αβραάμ καταγωγή παρείχε το δικαίωμα της συμμετοχής στη βασιλεία του Μεσσία, εκφράζει την έκπληξή του.
Απαντώντας λοιπόν με κάποια δόση ειρωνείας χαρακτηρίζει αυτήν την αξίωση ως το ίδιο παράλογη, όσο και το να ζητηθεί από κάποιο γέροντα το να γεννηθεί και πάλι σωματικά (β,ο,F).
«Ακούγοντας ο Νικόδημος διδασκαλία πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, εκπλήσσεται και παθαίνοντας ανθρώπινο πάθος, ρωτά, Πώς μπορεί;» (Θφ),
«και αναφέρει στο διδάσκαλο τη λέξη που προκαλεί πολλές συγχύσεις.
Διότι αυτό το «πώς», είναι απορία αυτών που δεν πιστεύουν πάρα πολύ» (Χ).
«Διότι όπου δεν υπάρχει πίστη, εκεί υπάρχει το «πώς αυτό» και «γιατί αυτό;»» (Θφ).
(2) «Νόμισε ότι το «άνωθεν» έχει την έννοια του «από την αρχή», «για δεύτερη φορά»· επομένως ο λόγος θα σήμαινε το εξής· Εάν κάποιος δεν γεννηθεί από την αρχή και για δεύτερη φορά» (Θφ).
(3) Είναι αλήθεια, ότι «και οι δύο γεννήσεις γίνονται μία φορά η κάθε μία από τις δύο. Δεν είναι δυνατόν καμία από τις δύο να επαναληφθεί» (Αυ).
«Όταν κάποιος εμπιστευτεί στους δικούς του λογισμούς τα πνευματικά, λέει γελοία πράγματα και φαίνεται ότι φλυαρεί και μεθάει, όταν, παρά τη θέληση του Θεού, ερευνά με περιέργεια τα λεγόμενα και δεν δέχεται τη συμφωνία της πίστης.
Άκουσε γέννηση πνευματική και κατέβασε το λεγόμενο στην ταπεινότητα της σάρκας. Για αυτό επινοεί λοιπόν φλυαρίες και απορίες γελοίες» (Χ).
Ιω. 3,5 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι(1), ἐὰν μή τις γεννηθῇ(2) ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος(3), οὐ δύναται εἰσελθεῖν(4) εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(5).
Ιω. 3,5 Απήντησεν ο Ιησούς• “αληθώς σου λέγω, ότι εάν δεν αναγενηθή κανείς πνευματικώς από το νερό του βαπτίσματος και από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δεν ημπορεί να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού.
(1) «Αποκαλύπτει σε αυτόν με πιο σαφή τρόπο, τον τρόπο της πνευματικής γέννησης» (Θφ).
(2) «Άλλη γέννηση εννοώ, Νικόδημε, λέει,… Αυτός ο τοκετός είναι ανώτερος από αυτούς τους πόνους (της φύσης) και δεν έχει τίποτα κοινό με εσάς· διότι λέγεται μεν και αυτή γέννηση, αλλά είναι κοινή στο όνομα, στο πράγμα όμως διαφέρει» (Χ).
(3) Από το «Πνεύμα που είναι παρόν στο νερό… Όπως ακριβώς στην αρχή (της δημιουργίας) το πρώτο υποκείμενο στοιχείο ήταν το χώμα, αλλά το παν ήταν έργο του δημιουργού, έτσι και τώρα, το μεν νερό είναι το υποκείμενο στοιχείο, το παν όμως είναι έργο της χάριτος του Πνεύματος» (Χ).
«Το μεν (νερό) λαμβάνεται ως σύμβολο και λόγω κάποιας ανάγκης, ενώ το Πνεύμα το επικαλούμαστε επειδή ενεργεί μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό… όπως ακριβώς στη φυσική γέννηση η κοιλιά είναι το φυσικό εργαστήριο, στο οποίο αυτό που γεννιέται ολοκληρώνεται με θεία δύναμη ή διαπλάθεια αυτό σύμφωνα ,ε τον όρο…» (Θμ).
«Ήλθα να φέρω νέο τρόπο δημιουργίας.
Έπλασα από χώμα και νερό.
Δεν έγινε χρήσιμο το πλάσμα, αλλά διαστράφηκε το σκεύος.
Δεν θέλω λοιπόν πλέον να πλάσσω από χώμα και νερό, αλλά από νερό και Πνεύμα.
Εάν όμως κάποιος ρωτά: Πώς από νερό;
Και εγώ ρωτώ: Πώς από χώμα;
Πώς δηλαδή ο πηλός μοιράστηκε σε διάφορα μέρη;
Πώς το μεν υποκείμενο ήταν ενός μόνο είδους (ήταν δηλαδή μόνο χώμα), όσα όμως προήλθαν από αυτό είναι διάφορα και κάθε είδους;
Από πού έγιναν οστά, νεύρα, αρτηρίες και φλέβες;
Από πού μεμβράνες, οργανικά αγγεία, χόνδροι, συκώτι, σπλήνα και καρδιά;…
Είναι αδύνατον μεν να το βρω με το συλλογισμό, αλλά το δέχομαι μόνο με την πίστη» (Χ).
Δεν συντελείται η γέννηση αυτή από δική μας σοφία ή δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Πνεύματος της χάρης.
Είναι αυτή αγιασμός Πνεύματος (Α΄Πέτρ. α 2) και ανακαίνιση Πνεύματος Αγίου (Τίτ. γ 5).
«Γιατί τα δύο, και όχι μόνο το Πνεύμα δεν θεωρήθηκε αρκετό για την ολοκλήρωση του βαπτίσματος;
Είναι σύνθετος ο άνθρωπος, και όχι απλός… και για αυτό στη διπλή αυτή σύνδεση ορίστηκαν για τη θεραπεία του τα συγγενή και όμοια φάρμακα· για το σώμα μεν που είναι ορατό, το αισθητό νερό, και για την αόρατη ψυχή το αφανές Πνεύμα, που το καλούμε με πίστη και έρχεται με τρόπο ανέκφραστο» (Γν).
«Διότι με το μεν Πνεύμα αγιάζεται το πνεύμα του ανθρώπου, ενώ με το αγιασμένο νερό πάλι, αγιάζεται το σώμα» (Κ).
(4) Σημαίνει «ή το να γνωρίσει κάποιος την αξία και μεγαλειότητα του Θεού ή το να τύχει της θείας απόλαυσης» (Ζ). Κατέχει εδώ η λέξη τη θέση, την οποία το ἰδεῖν στο σ. 3.
Πρέπει κάποιος να μπει σε κάποιο σπίτι, για να δει εξ’ ολοκλήρου το εσωτερικό του (b).
(5) Υπάρχει και η γραφή: εις την βασιλείαν των ουρανών.
«Εσύ, λέει, εννοείς σαρκική γέννηση, όταν λες «Μήπως μπορεί για δεύτερη φορά να μπει στην κοιλιά της μητέρας του και να γεννηθεί;».
Η γέννηση για τη βασιλεία του Θεού πρέπει να γίνεται από νερό και Πνεύμα.
Εάν κάποιος πρόκειται να γεννηθεί για πρόσκαιρη κληρονομία κάποιου ανθρώπινου πατέρα, πρέπει να γεννηθεί από την κοιλιά κάποιας σαρκικής μητέρας· αλλά εάν πρόκειται να γεννηθεί για αιώνια κληρονομιά του Θεού ως Πατέρα του, πρέπει να γεννηθεί από την κοιλιά της Εκκλησίας» (Αυ).
«Διότι η μεν γήινη γέννηση, η σαρκική, είναι από το χώμα, για αυτό και έχει αποκλειστεί από τα ουράνια. Διότι τι κοινό έχει η γη με τον ουρανό;
Εκείνη όμως η γέννηση που είναι από το Πνεύμα, εύκολα μας ανοίγει τις ουράνιες αψίδες.
Δεν είναι δυνατόν εκείνος που δεν γεννήθηκε από νερό και Πνεύμα να μπει στη βασιλεία των ουρανών, διότι φορά το ένδυμα του θανάτου, της φθοράς… είναι περιπλανώμενος και ξένος και δεν έχει το βασιλικό σημάδι» (Χ).
Ιω. 3,6 (1)τὸ γεγεννημένον(2) ἐκ τῆς σαρκὸς(3) σάρξ(4) ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος(5) πνεῦμά(6) ἐστι.
Ιω. 3,6 Καθε τι που έχει γεννηθή κατά τρόπον φυσικόν από την σάρκα, είναι και αυτό σαρκικόν, δηλαδή γεμάτο ατελείας και αδυναμίας.
Και εκείνο που έχει γεννηθή από το Αγιον Πνεύμα, είναι πνευματική ύπαρξις, που θα απολαύση την βασιλείαν του Θεού.
(1) Η σύνδεση με τα παραπάνω: Ή, «με άλλο πάλι συλλογισμό, πείθει τον Νικόδημο να ανεβεί σε υψηλότερη σκέψη» (Κ), τονίζοντας ότι «δεν είναι σαρκική η γέννηση, αλλά πνευματική…
Επομένως λοιπόν, η μεν σαρκική γέννηση είναι αισθητή· ενώ η πνευματική νοητή, και δεν πρέπει αισθητά να εξετάζουμε το νοητό, ούτε ανθρώπινα το θείο πράγμα» (Ζ).
Ή, την μετάβαση αποτελεί η εξής υπονοούμενη ιδέα:
Η βασιλεία του Θεού είναι πνευματική όπως ο ίδιος ο Θεός.
Για να μπει λοιπόν κάποιος σε αυτήν, πρέπει να μην είναι σάρκα, αλλά πνεύμα (g).
(2) Προτιμήθηκε το ουδέτερο από το αρσενικό, για να δηλωθεί η φύση του προϊόντος της γέννησης και να τονιστεί έτσι καλύτερα η γενικότητα του νόμου (g).
«Γέννηση εδώ δεν εννοεί την ουσιαστική, αλλά την τιμητική και χαρισματική.
Εάν λοιπόν και ο Υιός έχει γεννηθεί με τον ίδιο τρόπο, σε τι θα πλεονεκτεί από τους άλλους ανθρώπους, που γεννήθηκαν έτσι;
Και πώς είναι Μονογενής;
Διότι και εγώ έχω γεννηθεί από το Θεό, αλλά όχι από την ουσία του» (Χ).
(3) Σάρκα, παρόλο που από μόνη της η λέξη δεν συνυπονοεί αναγκαστικά την έννοια της αμαρτίας, επειδή όμως αναφέρεται στην ανθρωπότητα με την παρούσα σύστασή της, σημαίνει και την κατάσταση του ανθρώπου, κατά την οποία η σάρκα κυριαρχεί στο πνεύμα, τη φύση την ανθρώπινη με τις ασθένειές της και την κλίση της προς την αμαρτία.
Η κατάσταση αυτή μεταδίδεται με τη φυσική γέννηση από γενιά σε γενιά ανεξαίρετα σε όλους.
Κάθε απόγονος του Αδάμ είναι από τη φύση του «σαρκικός, πουλημένος στην αμαρτία» (Ρωμ. ζ 14).
Για αυτό είναι αναγκαία η αναγέννηση (g,ο).
Γινόμαστε σάρκα με τη γέννηση.
Η διαφθορά λοιπόν έχει συνυφανθεί με τη φύση μας και έχει εισχωρήσει μέχρι τα ίδια τα οστά μας.
Πρέπει λοιπόν η φύση μας να αλλάξει ριζικά.
Δεν είναι αρκετό να φορέσουμε νέο ρούχο ή να αποκτήσουμε νέο πρόσωπο.
Είναι ανάγκη να γίνουμε νέοι άνθρωποι, νέα δημιουργία και κτίση.
(4) Δηλώνει την κατάσταση εντονότερα από το επίθετο σαρκικός (g).=Η φυσική γέννηση του ανθρώπου ακολουθείται γενικά από σαρκική πορεία και συμπεριφορά (ο).
Η ψυχή παραμένει ουσία πνευματική, αλλά είναι τόσο συνυφασμένη με το σώμα, τόσο αιχμαλωτισμένη από το θέλημα της σάρκας, τόσο προσκολλημένη στις ηδονές της σάρκας, τόσο δούλη για υπηρεσία της σάρκας, ώστε δίκαια αποκαλείται και αυτή σάρκα.
Ποιά όμως κοινωνία και σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ του Θεού, ο οποίος είναι Πνεύμα και μιας ψυχής που βρίσκεται κάτω από τέτοιες συνθήκες;
(5) «Βλέπεις την αξία του Πνεύματος; Διότι φαίνεται ότι κάνει το έργο του Θεού. Παραπάνω μεν λοιπόν έλεγε, ότι από το Θεό γεννήθηκαν (α 13), εδώ όμως λέει ότι το Πνεύμα γεννά αυτούς» (Χ).
(6) «Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· αυτός που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα, είναι πνευματικός» (Χ)· «διότι το «πνεύμα», οφείλεις να το εννοήσεις με την έννοια του πνευματικός.
Αυτός βεβαίως που βαπτίστηκε δεν γίνεται θείο Πνεύμα, αλλά παίρνοντας την υιοθεσία του Πνεύματος και χάρη και τιμή, καταξιώνεται να είναι πνευματικός» (Θφ).
Ιω. 3,7 μὴ θαυμάσῃς(1) ὅτι εἶπόν σοι, δεῖ(2) ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν.
Ιω. 3,7 Μη απορείς, διότι σου είπα ότι πρέπει όλοι σας να αναγεννηθήτε από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, που κατεβαίνει εκ των άνω.
(1) Δες ε 28,Α΄Ιω. γ 13. Σημαίνει θαυμασμό που προέρχεται από απορία λόγω και της μη κατανόησης αυτού που προκαλεί το θαυμασμό (β).
Δεν πρέπει να απορούμε.
Διότι όταν λάβουμε υπ’ όψη την αγιότητα του Θεού, του οποίου γινόμαστε παιδιά, όπως και το μέγα σχέδιο της απολύτρωσης από τη μία και την διαφθορά της φύσης μας από την άλλη, δεν θα βρούμε παράδοξη την ανάγκη του να αναγεννηθούμε.
(2) Όπως και στο σ. 14 εκφράζει ανάγκη που έχει επιβληθεί από το Θεό (β).
Εσείς λέει ο Ιησούς· όχι εμείς (b). Εξαιρεί ο Κύριος τον εαυτό του, διότι δεν είχε ανάγκη αναγέννησης.
Περιλαμβάνει στο «εσείς» όλους γενικά τους ανθρώπους (ο).
Εσείς όλοι· όχι μόνο ο κοινός λαός πρέπει να αναγεννηθεί, αλλά και οι διδάσκαλοι του Ισραήλ.
Ιω. 3,8 τὸ πνεῦμα(1) ὅπου θέλει(2) πνεῖ(3), καὶ τὴν φωνὴν(4) αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει(5)· οὕτως ἐστὶ(6) πᾶς ὁ γεγεννημένος(7) ἐκ τοῦ Πνεύματος.
Ιω. 3,8 Ο αέρας όπου θέλει φύσα και ακούεις την βοήν του, αλλά δεν γνωρίζεις από που έρχεται και που θα καταλήξη. Ετσι γίνεται και με κάθε ένα, ο οποίος αναγεννάται από το Αγιον Πνεύμα. Ο τρόπος αυτής της αναγεννήσεως είναι ακατάληπτος το αποτέλεσμα όμως φανερόν”.
(1) Πουθενά στην Κ.Δ. δεν βρίσκεται με την έννοια του ανέμου.
Για αυτό και οι Ω, Αυ και b, παίρνουν και εδώ τη λέξη με την έννοια του Αγίου Πνεύματος (Το Πνεύμα με την κύρια έννοια· διότι αυτό και όχι ο άνεμος έχει θέληση και φωνή… και όπου, πάνω από τη σάρκα, τη γη και τη φύση θέλει, πνέει με το λόγο και τον ήχο του Ευαγγελίου b).
Με αυτήν όμως την εκδοχή η σύγκριση που ακολουθεί (έτσι είναι καθένας που έχει γεννηθεί…) αποβαίνει χωρίς κάποια έννοια.
Πιο εύστοχη λοιπόν είναι η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία «πνεύμα τώρα λέει τον άνεμο» (Ζ), όπως συχνά βρίσκεται στους Ο΄(μετάφραση των 70 της Π.Δ.), οπότε και η σύγκριση παρουσιάζεται σοβαρά σημαντική.
Διότι «επειδή τον είδε πάλι να θορυβείται, φέρνει το λόγο σε αισθητό παράδειγμα… και δεν τον φέρνει ούτε στην υλικότητα των σωμάτων, ούτε μιλά για τα καθαρά ασώματα… αλλά αφού βρήκε κάτι μεταξύ σωματικού και ασωμάτου, δηλαδή το φύσημα του ανέμου» (Χ).
Ο Νικόδημος δεν έπρεπε να εκπλήσσεται από το ακατανόητο της πνευματικής αναγέννησης, διότι και στο φυσικό κόσμο υπάρχουν πολλά ακατανόητα, τα οποία μόνο από το αποτέλεσμα γνωρίζουμε.
Πόσο έξυπνο γίνεται το παράδειγμα που λαμβάνεται από τη λέξη πνεύμα, η οποία έχει διπλή έννοια, είναι προφανές (ο).
Η αναλογία είναι τόσο πιο πολύ αξιοσημείωτη, διότι η ίδια λέξη και στην ελληνική και στην εβραϊκή σημαίνει και τον άνεμο και το Πνεύμα (χ).
Το Πνεύμα ήλθε στους αποστόλους «σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος» (Πράξ. β 2).
Οι ισχυρές του ενέργειες πάνω στις αμαρτωλές καρδιές συγκρίνονται με πνοή ανέμου (Ιεζ. λζ 9) και οι γλυκές του και παρηγορητικές επιδράσεις πάνω στις άγιες ψυχές με ανέμους βορρά και νότου (Άσμα δ 16).
(2) «Δεν το λέει αυτό σαν να έχει ο άνεμος κάποια προτίμηση, αλλά για να επισημάνει την ανεμπόδιστη φυσική ορμή… την ορμητικότητα… και ότι διαχέεται παντού και κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει (τον άνεμο) να πηγαίνει εδώ και εκεί» (Χ).
«Δηλαδή όπου κινηθεί· διότι θέληση του ανέμου είναι η κίνηση» (Ζ).
Αυτοί που δέχονται ότι το Πνεύμα=το Άγιο Πνεύμα, ερμηνεύουν ως ακολούθως: «Ο Κύριος στο λόγο προς τον Νικόδημο κάνει φανερή την αυτεξούσια δύναμη και ενέργειά του, λέγοντας ότι Το Πνεύμα όπου θέλει πνέει» (Γν).
«Διότι δεν είναι (το Πνεύμα), όπως κάποιοι νομίζουν, ενέργεια Θεού, που δεν έχει σύμφωνα με αυτούς δική του ξεχωριστή ύπαρξη.
Και ο απόστολος όμως λέει…
Αυτά λοιπόν τα ενεργεί το ένα και το αυτό πνεύμα, διαιρώντας τα χαρίσματα στον καθένα ξεχωριστά, όπως θέλει.
Εάν όμως θέλει και ενεργεί και διαιρεί, είναι βεβαίως ουσία ενεργητική, αλλά όχι ενέργεια» (Ω).
(3) Πέντε φορές συναντιέται στην Κ.Δ. παντού με την έννοια της πνοής του ανέμου, όπως και στο Ιω. στ 18 (β).
(4) Κυρίως εννοείται με τη λέξη ο έναρθρος λόγος, συχνά όμως σημαίνει: ο ήχος (β). «Τον ήχο και τον πάταγό του» (Ζ).
Ο Tholuck έκανε την εικασία, ότι ο Κύριος πήρε αφορμή στην εκλογή αυτού του παραδείγματος και από τον άνεμο που τη στιγμή εκείνη φυσούσε και ακουγόταν στους δρόμους των Ιεροσολύμων (g).
(5) Είναι αδύνατον να καθορίσει κάποιος ακριβώς το σημείο, όπου το ρεύμα του ανέμου σχηματίστηκε και όπου τελικά θα καταλήξει (g).
(6) «Έτσι θα είναι… ακατανόητος δηλαδή όσον αφορά αυτού του είδους τη γέννηση» (Ζ).
Πιο ομαλά θα εκφραζόταν, εάν έλεγε: Έτσι γίνεται και σε καθέναν που έχει γεννηθεί.
Η έννοια: «Όπως ακριβώς ο άνεμος δεν φαίνεται, αν και αφήνει βεβαίως ήχο, έτσι ούτε η γέννηση του πνευματικού φαίνεται με τα μάτια του σώματος», αλλά «πολύ περισσότερο την ενέργεια του Πνεύματος δεν θα μπορέσουν να την κρατήσουν νόμοι της φύσης, ούτε όροι σωματικής γέννησης, ούτε τίποτα άλλο από αυτά» (Χ).
«Εάν τον άνεμο, αυτό το πνεύμα που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις, τον αγνοείς, πώς και πού φυσάει, πώς εξετάζεις με περιέργεια την αναγέννηση από το θείο Πνεύμα;» (Θφ).
Ο άνθρωπος που αναγεννιέται αισθάνεται την πάνω στον εαυτό του επίδραση και την εργασία, η οποία τον αναγεννά, χωρίς να βλέπει από πού πηγάζουν οι νέες σκέψεις και τα νέα συναισθήματα, τα οποία γεννιούνται σε αυτόν, και πού οδηγούν αυτόν αυτά (g).
(7) Η μετοχή του παρακειμένου δηλώνει το αποτέλεσμα που έχει συντελεστεί.
«Τίποτα δεν διέκρινε το μάτι· τίποτα δεν άκουσε το αυτί· και να, άνθρωπος αναγεννημένος, που μπήκε στη βασιλεία των ουρανών!
Το παν συντελέστηκε και τίποτα δεν εμφανίστηκε!
Τι αντίθεση με την θορυβώδη και πομπώδη εμφάνιση της θείας βασιλείας κατά το φαρισαϊκό πρόγραμμα!»(g).
Ιω. 3,9 ἀπεκρίθη Νικόδημος καὶ εἶπεν αὐτῷ· πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι(1);
Ιω. 3,9 Απήντησεν ο Νικόδημος και του είπε• “πως είναι δυνατόν να γίνουν αυτά;”
(1) Η ερώτηση αυτή δεν είναι η ίδια με αυτήν του σ. 4. Εκεί ο Νικόδημος δεν είχε καταλάβει, ότι επρόκειτο για πνευματική αναγέννηση.
Τώρα που αντιλήφθηκε αυτό, εκφράζει απορία, πώς είναι δυνατόν να γίνει μία τέτοια ριζική μεταβολή και μάλιστα τόσο αφανώς.
Τα λόγια του αυτά εκδηλώνουν όχι αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα του γεγονότος, για το οποίο διαβεβαιώνει ο Ιησούς, αλλά έκπληξη (ο).
Αλήθειες που ξεπερνούν την κατανόηση, είναι φυσικό να παρουσιάζονται στη θεία αποκάλυψη, με την οποία διδασκόμαστε για πράγματα πάνω από την αίσθηση και ταυτόχρονα ουράνια.
Αυτές όμως αποδεικνύουν και εάν η πίστη μας είναι πραγματική.
Είναι αυτές πέτρες σκανδάλου για πτώση των υπερήφανων, και των καρδιών που δεν ταπεινώνονται.
Όσοι πιστεύουν, δεν πέφτουν ούτε σκανδαλίζονται.
Οι αληθινοί και γνήσιοι μαθητές παραμένουν στέρεοι, διότι με τις αλήθειες αυτές αισθάνονται να λύνονται τα προβλήματα, τα οποία αναφέρονται στα αιώνια συμφέροντά τους και βρίσκουν ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα που τους απασχολεί: Από πού έρχομαι και πού πηγαίνω;
Ό,τι λοιπόν άλλοτε είπε ο Πέτρος προς τον Κύριο, αισθάνονται ότι και για αυτούς ισχύει εξ’ ολοκλήρου:
Σε ποιόν να πάμε, εάν φύγουμε μακριά από το Χριστό; Ω Κύριε, «έχεις λόγια αιώνιας ζωής».
Ιω. 3,10 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ(1) Ἰσραὴλ καὶ ταῦτα(2) οὐ γινώσκεις(3);
Ιω. 3,10 Απεκρίθη δε εις αυτόν ο Ιησούς• “συ είσαι ο επίσημος διδάσκαλος του Ισραήλ και δεν γνωρίζεις αυτά, δια τα οποία ομιλούν αι Γραφαί;
(1) Και τα δύο άρθρα έχουν τη σημασία τους=ο αναγνωρισμένος διδάσκαλος του ευλογημένου Ισραήλ του Θεού (β).
Το άρθρο στο διδάσκαλος εξυψώνει τον Νικόδημο όχι ατομικά αυτόν πάνω από τους άλλους διδασκάλους στο Ισραήλ, αλλά μάλλον ότι αντιπροσωπεύει την τάξη, στην οποία ανήκε· ως μέλος του συνεδρίου, το οποίο ήταν ο οδηγός και κριτής του Ισραήλ (ο).
«Από έναν ο Χριστός τους ελέγχει όλους, οι οποίοι ήταν βέβαια στολισμένοι με το διδασκαλικό όνομα, και ντυμένοι με τη γυμνή υπόληψη της νομομάθειας, έχοντας όμως το νου τους γεμάτο από απαιδευσία» (Κ).
(2) Αυτά τα οποία κάνουν τον Ισραήλ πράγματι θείο (b).
(3) «Δεν κατηγορεί καθόλου τον άνδρα για πονηρία, αλλά μάλλον για αφέλεια και άγνοια» (Χ).
«Διότι έπρεπε αυτός, αφού ήταν διδάσκαλος, να τα ξέρει αυτά από τις Γραφές» (Ζ).
«Και αυτά που είχαν ειπωθεί από τους προφήτες, υπαινίσσονται αυτόν τον τρόπο της γέννησης» (Χ). Δες Ιερεμ. λη 33,Ιεζ. λστ 26-28,Ψαλμ. ρμβ 10.
Το ερώτημα αυτό του Κυρίου δεν κρύβει ούτε πικρία ούτε ειρωνεία.
Απλώς και μόνο ο Κύριος εφιστά την προσοχή του Νικοδήμου στην άγνοιά του, υποδεικνύοντας σε αυτόν, ποια στάση έπρεπε αυτός να λάβει απέναντι στο μεγάλο Διδάσκαλο.
Παρά το επίσημο αξίωμά του, ο Νικόδημος έπρεπε να λάβει τη θέση του μαθητή ενώπιον του Κυρίου (ο).
Ιω. 3,11 (1)ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ οἴδαμεν λαλοῦμεν(2) καὶ ὃ ἑωράκαμεν(3) μαρτυροῦμεν(4), καὶ(5) τὴν μαρτυρίαν(6) ἡμῶν οὐ λαμβάνετε(7).
Ιω. 3,11 Αληθώς σου λέγω, ότι εκείνο που γνωρίζομεν καλά, λέγομεν• και αυτό που είδαμεν μαρτυρούμεν. Καθε τι που λέγομεν είναι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια.
Και όμως σεις δεν δέχεσθε την μαρτυρίαν μας.
(1) Από το σ. αυτόν αρχίζει το δεύτερο μέρος του διαλόγου, κατά το οποίο ο Νικόδημος σιγά ακούγοντας τον Κύριο με ταπείνωση.
Στο πρώτο μέρος ο Κύριος ανατρέπει τις προκαταλήψεις του Νικοδήμου για τη Μεσσιακή βασιλεία. Τώρα έρχεται να μιλήσει για το έκτακτο και ανήκουστο και υπερφυσικό συμβάν, από το οποίο θα προέλθει η Μεσσιακή απολύτρωση.
(2) Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη συναντιέται αυτό το ρήμα 60 φορές.
Διαφέρει γενικώς από το «λέγω» στο ότι, το μεν «λέγω» αναφέρεται μάλλον στο περιεχόμενο και την ουσία, ενώ το «λαλώ» στο γεγονός και τον τρόπο της ομιλίας. Όμως στον Ιωάννη δεν τηρείται πάντοτε αυτή η διαφορά (β).
(3) Κάποιοι ερμήνευσαν αυτό ότι αναφέρεται στην αιώνια προΰπαρξη του Ιησού=Γνώρισε τις βουλές του Θεού πριν τη σάρκωση, στην ουράνια κατάσταση δίπλα στο Θεό. Δες γ 32 (G).
Πιο σωστά: «Λέει το ίδιο πράγμα για να το βεβαιώσει, ότι δηλαδή και αυτό που ξέρουμε μαρτυρούμε. Διότι δεν θα εννοήσεις ότι αναφέρεται σε αισθητή όραση» (Ζ).
«Επειδή και σε εμάς η όραση είναι πιο αξιόπιστη από τις άλλες αισθήσεις… για αυτό και ο Χριστός μιλά προς αυτόν με πιο ανθρώπινο τρόπο και από εκεί επιβεβαιώνει τον λόγο… και λέει αυτό για την ακριβή γνώση, στην οποία δεν μπορεί να συμβεί αλλιώς» (Χ).
(4) Κλιμακωτό σχήμα.
Το εωράκαμεν είναι πιο έντονο από το οίδαμεν και το μαρτυρούμεν από το λαλούμεν. Γνωρίζουμε και γνωρίζουμε τόσο σαφώς, όπως εκείνος ο οποίος είδε. Μιλάμε και η ομιλία μας παίρνει τον επίσημο χαρακτήρα της μαρτυρίας. Ο πληθυντικός ερμηνεύτηκε με διάφορους τρόπους:
Ή, «επειδή ο Σωτήρας είχε στον εαυτό του από τη φύση του τον Πατέρα και το Πνεύμα, επέκτεινε τον αριθμό των προσώπων που μαρτυρούν σε πληθυντικό αριθμό» (Κ).
Ή, μιλά για τον εαυτό του και το Πνεύμα. Δες σ 34 (b).
Ή, «ή για τον εαυτό του και τον Πατέρα είπε, ή μόνο για τον εαυτό του» (Χ), οπότε σύμφωνα με την τελευταία και πιθανότερη ερμηνεία, ο πληθυντικός είναι πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας.
Αξιόλογη και η επόμενη: Ο βαπτιστής είχε δει και είχε μιλήσει και μαρτυρήσει για τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού (Ιω. α 7,32).
Ο Ησαΐας είχε μιλήσει, διότι είχε δει (Ιω. ιβ 41), ομοίως είδε και ο Αβραάμ (Ιω. η 56).
Έδωσε μαρτυρία επίσης και ο Μωϋσής (Ιω. ε 46).
Ιστορικά οι μαρτυρίες αυτές προηγήθηκαν του Ιησού και τώρα προστίθεται στις προφητικές αυτές μαρτυρίες και αυτή του Κυρίου (χ).
(5) Αντιθετικός σύνδεσμος=Και όμως.
(6) Εδώ ο όρος είναι για τη μαρτυρία του Χριστού για τα θεία πράγματα, τα οποία αυτός μόνος γνώριζε (G).
(7) «Ο λόγος τώρα δεν φανερώνει κάποιον που είναι δυσαρεστημένος, αλλά κάποιον που αναγγέλλει το γεγονός.
Διότι δεν είπε· Τι μπορεί να γίνει περισσότερο αναίσθητο από εσάς, οι οποίοι δεν θέλετε να δεχτείτε τις τόσο ακριβείς αναγγελίες μας;
Αλλά επειδή ήθελε να δείξει και με τα λόγια και με τα έργα κάθε επιείκεια, από αυτά μεν δεν είπε τίποτα, αλλά με πραότητα και ηρεμία προανήγγειλε αυτό που θα συμβεί» (Χ).
Ιω. 3,12 εἰ τὰ ἐπίγεια(1) εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια(2) πιστεύσετε(3);
Ιω. 3,12 Εάν σας είπα διδασκαλίας θείας, αι οποίαι σχετίζονται με όσα συμβαίνουν εις την γην και είναι επομένως εύκολον να τας εννοήσετε και όμως δεν τας πιστεύετε, πως, εάν σας είπω υψηλάς αληθείας, που αναφέρονται στον επουράνιον κόσμον, θα τας παραδεχθήτε και θα τας πιστέψετε;
(1) Όπως τα συμφραζόμενα δείχνουν, επίγεια αποκαλεί ό,τι ο Χριστός είπε αναφορικά με την αναγέννηση ως όρο της κληρονομίας της βασιλείας των ουρανών (C).
«Αξίζει βεβαίως να αναζητήσουμε πώς ο Σωτήρας είπε ότι ανέφερε επίγεια πράγματα όταν δίδαξε για τη βασιλεία του Θεού και την γέννηση από ψηλά και για το Άγιο Πνεύμα και την γέννηση από αυτό.
Διότι τίποτα από αυτά δεν είναι επίγειο αλλά το καθένα είναι ουράνιο. Θα μπορούσε να ειπωθεί ως προς αυτό, ότι δεν είπε ο Ιησούς· Αν είπα σε εσάς τα γήινα, αλλά είπε, τα επίγεια· αποκαλώντας επίγεια αυτά που μπορούν να υπάρξουν και να κατανοηθούν σε ανθρώπους που ζουν ακόμα στη γη.
Διότι δεν είναι από τη δική τους φύση επίγεια, αλλά ενώ είναι επουράνια, έχουν δοθεί ως δωρεά Θεού στους ανθρώπους…» (Ω).
Η έννοια του όλου σ. Εάν δεν πιστεύετε σε ό,τι γίνεται αντικείμενο της πείρας σας στην επίγεια ζωή σας, πώς θα πιστέψετε στις υψηλότερες αλήθειες, οι οποίες ανήκουν στην ουράνια ζωή; (τ).
(2) Τα επουράνια που αντιτίθενται στα επίγεια, περιλαμβάνουν τα μυστήρια που ανήκουν καθαρά στην επουράνια σφαίρα, όπως η αιώνια ύπαρξη του Λόγου κλπ.
«Για αυτά που φθάνουν στην τελειότητα στον μέλλοντα αιώνα, όταν θα καταργηθεί το μερικό αφού θα έλθει το τέλειο, πολύ σωστά ειπώθηκε· Πώς εάν πω τα επουράνια θα πιστέψετε;» (Ω).
«Ονομάζει εδώ το βάπτισμα επίγειο… ή, επειδή τελείται στη γη, ή συγκρινόμενο με τη δική του γέννηση… το αποκαλεί έτσι.
Διότι αν και είναι επουράνια αυτή η γέννηση (η μέσω του βαπτίσματος), αλλά εάν συγκριθεί με εκείνην, αυτήν δηλαδή… που είναι από την ουσία του Πατέρα, είναι επίγεια» (Χ).
Μαθαίνουμε από εδώ το ύψος και βάθος της διδασκαλίας του Χριστού.
Είναι μέγα το μυστήριο της θεότητας.
Αυτά που περιέχονται στο ευαγγέλιο είναι ουράνια, που υπερβαίνουν πολλές φορές την κατανόηση του ανθρώπου και ανεξερεύνητα από τις ασθενείς δυνάμεις του ανθρώπινου νου.
(3) «Σωστά δεν είπε, Δεν καταλαβαίνετε, αλλά, δεν πιστεύετε.
Διότι όταν κάποιος μεν δυσκολεύεται να καταλάβει εκείνα, που μπορεί να συλλάβει με τη λογική και δεν τα παραδέχεται εύκολα, δίκαια θα κατηγορούνταν ως ανόητος.
Όταν όμως δεν παραδέχεται αυτά, τα οποία δεν μπορεί να συλλάβει με τη λογική, αλλά μόνο με την πίστη, τότε δεν είναι πλέον ένοχος ανοησίας, αλλά απιστίας» (Χ).
Ιω. 3,13 καὶ(1) οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν(2) εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς(3), ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(4) ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ(5).
Ιω. 3,13 Κανείς δε δεν ανέβηκε στον ουρανόν, δια να μάθη εκεί και διδάξη εις σας αυτάς τας αληθείας, παρά μόνον αυτός που κατέβηκε από τον ουρανόν και έγινε δια της ενανθρωπήσεως υιός του ανθρώπου και ο όποιος εξακολουθεί, καθ' ον χρόνον ζη εις την γην, να είναι και στον ουρανόν ως Θεός.
(1) Μάλλον αντιθετικός σύνδεσμος=Και όμως.
Η σύνδεση με τα προηγούμενα: Η γνώση των ουρανίων, για τα οποία μίλησα, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αποκάλυψη από ψηλά.
Για αυτό πρέπει να πιστέψετε στη μαρτυρία μου.
(2) Στο Παροιμ. κδ 27,λ 4 τίθεται η ερώτηση: «Ποιός ανέβηκε στον ουρανό και κατέβηκε;» Η απάντηση που υπονοείται: Μόνος ο Θεός (Δες και Δευτ. λ 12).
Ομοίως και ένα Ταλμουδικό λόγιο διακηρύττει ξεκάθαρα ότι «Εάν κάποιος άνθρωπος σου πει, ανεβαίνω στον ουρανό, δεν θα αποδείξει αυτό» (Jer. Taanith II,1).
Λέγοντας αυτά ο Κύριος δεν αναφέρεται στη μελλοντική ανάληψή του, αλλά όπως φαίνεται και από το «κανείς» (=κανείς άνθρωπος), ο λόγος εκφέρεται γενικά για αυτά που συμβαίνουν και ισχύουν στους ανθρώπους (β).
Θα ερμηνεύσουμε το όλο χωρίο: Κανείς από τους ανθρώπους δεν έχει ανέβει στον ουρανό εκτός από εκείνον, ο οποίος χωρίς να ανεβεί από τη γη, κατέβηκε από τον ουρανό και εξακολουθεί να είναι και τώρα εκεί (Meyer).
«Κανείς από τους προφήτες δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά μόνο εγώ πρόκειται μόνος να ανέβω, όπως και κατέβηκα» (Θφ).
«Μη νομίσεις ότι είμαι τέτοιος διδάσκαλος όπως οι πολλοί από τους προφήτες που είναι από τη γη. Διότι έρχομαι τώρα από τον ουρανό. Διότι κανείς μεν από τους προφήτες δεν έχει ανεβεί εκεί. Εγώ όμως εκεί κατοικώ» (Χ).
Ο Παρακείμενος «έχει ανέβει» σημαίνει ότι: και αφού έχει μείνει εκεί, γνωρίζει τα εκεί, τα θεία πράγματα (δ). Μόνος ο Χριστός μπορεί να αποκαλύψει σε εμάς με πληρότητα το σωτηριώδες θέλημα του Θεού.
Ο Νικόδημος απευθύνθηκε προς το Χριστό σαν σε προφήτη.
Θα έπρεπε όμως να γνωρίζει, ότι ο Χριστός είναι μεγαλύτερος από όλους τους προφήτες της Π.Δ., διότι κανείς από αυτούς δεν είχε κατέβει από τους ουρανούς.
Έγραψαν με θεία έμπνευση, αλλά όχι από άμεση αντίληψη και από δική τους γνώση.
(3) Η κατάβαση για την οποία γίνεται λόγος αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Λόγου.
Είπε ο Κύριος προηγουμένως: πώς εάν σας πω τα επουράνια θα πιστέψετε;
Τώρα παρέχει παράδειγμα αυτών των επουράνιων, όταν λέει στον Νικόδημο για εκείνον, ο οποίος μολονότι κατέβηκε από τους ουρανούς, είναι παρ’ όλα αυτά ο υιός του ανθρώπου.
Είναι ο Υιός του ανθρώπου και όμως είναι στον ουρανό.
Εάν η αναγέννηση του ανθρώπου είναι μυστήριο, τι μυστήριο είναι η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού;
Σημείωσε ακόμα, ότι η σχέση και επικοινωνία, που εγκαθιδρύθηκε μεταξύ Θεού και ανθρώπων, άρχισε από ψηλά, από θεία πρωτοβουλία και συγκατάβαση.
Η πρώτη κίνηση προς αυτήν δεν ανέβηκε από τη γη, αλλά κατέβηκε από τον ουρανό.
Αγαπάμε αυτόν, όχι διότι εμείς πρώτοι αγαπήσαμε αυτόν, αλλά αυτός πρώτος αγάπησε εμάς.
(4) «Ενώ κατέβηκε ο Λόγος του Θεού από τον ουρανό, λέει ότι κατέβηκε ο Υιός του ανθρώπου, αρνούμενος να διασπαστεί μετά την ενανθρώπηση σε δύο πρόσωπα και μην επιτρέποντας σε κάποιους να λένε αυτό» (Κ).
«Υιό του ανθρώπου εδώ δεν αποκάλεσε τη σάρκα, αλλά ονόμασε τώρα όλο τον εαυτό του από την κατώτερη ουσία του· διότι πράγματι υπάρχει αυτή η συνήθεια σε αυτόν, το να αποκαλεί δηλαδή το όλο, άλλοτε μεν από τη θεία και άλλοτε από την ανθρώπινη φύση» (Χ).
«Επειδή δηλαδή ήταν μία η υπόσταση, δηλαδή ένα πρόσωπο ήταν ο Χριστός, σύνθετος από δύο φύσεις, τα ανθρώπινα ονόματα αποδίδονται στο Λόγο και πάλι τα του Λόγου προστίθενται στον άνθρωπο» (Θφ).
Για να μας διδάξει και να μας αποκαλύψει τα επουράνια, έγινε από αγάπη ένας από εμάς και ως άνθρωπος όμοιος με εμάς, μίλησε σε εμάς (ο).
Ο Χριστός ονομάζοντας τον εαυτό του τον υιό του ανθρώπου, δείχνει, ότι είναι ο δεύτερος Αδάμ.
Και από όλους τους τίτλους του Μεσσία στην Π.Δ., με ιδιαίτερη προτίμηση χρησιμοποίησε αυτόν, διότι κατεξοχήν εξέφραζε την ταπείνωσή του και του ήταν κατ’ εξοχήν ευχάριστος στην παρούσα κατάσταση της ταπείνωσής του.
(5) Αποσιωπάται η φράση από κάποιους μεγαλογράμματους κώδικες.
Όχι: ο οποίος ήταν στον ουρανό (b), αλλά ο οποίος είναι.
Έχει την ίδια σημασία με το «αυτός που είναι στον κόλπο του πατέρα».
«Διότι και όταν ήταν στον ουρανό δεν εγκατέλειπε τη γη· και όταν κατέβηκε από τον ουρανό δεν απομακρύνθηκε από τον ουρανό, αλλά ήταν παντού· διότι δεν περιγράφεται η θεότητα» (Ζ).
«Μη δηλαδή επειδή άκουσες ότι κατέβηκα, νομίσεις ότι δεν είμαι και εκεί· αλλά και εδώ είμαι παρών σωματικά, και εκεί κάθομαι μαζί με τον Πατέρα θεϊκά» (Θφ).
Ο υιός του ανθρώπου ως τέτοιος δεν υπήρξε στον ουρανό πριν γίνει η ανάληψή του.
Αλλά εκείνος, ο οποίος έγινε ο υιός του ανθρώπου, με τη θεία του φύση υπήρξε πανταχού παρών, ιδιαίτερα μάλιστα στον ουρανό.
Έτσι ο Κύριος της δόξας ως τέτοιος, δεν ήταν δυνατόν να σταυρωθεί, ούτε ο Θεός ως τέτοιος μπορούσε να χύσει το αίμα του.
Το πρόσωπο όμως, το οποίο υπήρξε ο Κύριος της δόξας, σταυρώθηκε (Α΄Κορ. β 8) και ο Θεός εξαγόρασε και έκανε δική του την εκκλησία με το δικό του αίμα (Πράξ. κ 28). Τόσο στενή είναι η ένωση των δύο φύσεων στο ένα και το ίδιο πρόσωπο, ώστε γίνεται ανταλλαγή των ιδιωμάτων (της κάθε φύσης).
Ιω. 3,14 καὶ(1) καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ(2), οὕτως(3) ὑψωθῆναι(4) δεῖ(5) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(6),
Ιω. 3,14 Οπως δε ο Μωϋσής εκρέμεσε υψηλά το χάλκινι φίδι εις την έρημον, δια να το αντικρύζουν με πίστιν οι Ισραηλίται και να σώζωνται από το θανατηφόρον δηλητήριον των φιδιών της ερήμου, έτσι, σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, πρέπει να κρεμασθή και ο υιός του ανθρώπου επάνω στον σταυρόν.
(1) Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, συνδέει με αυτό ο Κύριος μία από τις ουράνιες αλήθειες, την οποία και αποκαλύπτει αμέσως.
Σύμφωνε με την εκδοχή αυτή, το και=Μπορώ να αποκαλύψω και ορίστε… (Lucke).
Ή, πιο σωστά, προσθέτει δεύτερο θείο μυστήριο στο πρώτο (g).
«Αφού είπε προηγουμένως για την αναγέννηση μέσω του βαπτίσματος, λέει λοιπόν και για την ευεργεσία που έγινε σε εμάς από το σταυρό» (Θφ).
«Αφού ανέφερε την μέγιστη ευεργεσία που έγινε στους ανθρώπους μέσω του βαπτίσματος, προσθέτει και την αιτία αυτής, δηλαδή την ευεργεσία με το σταυρό που δεν είναι κατώτερη από εκείνην» (Χ).
(2) Δες Αριθμ. κα 9. Ήδη στο Σοφ. Σολ. ιστ 6,7 το χάλκινο φίδι λέγεται σύμβολο σωτηρίας (F).
Υπονοείται η ολέθρια και θανατηφόρα φύση της αμαρτίας.
Η ενοχή της αμαρτίας μοιάζει με οδυνηρό δάγκωμα δηλητηριώδους φιδιού.
Η δύναμη της διαφθοράς της είναι όμοια με δηλητήριο θανατηφόρο, το οποίο χύνεται από αυτήν και μεταδίδει τον θάνατο στον όλο άνθρωπο.
Ο σατανάς είναι το φίδι το αρχαίο, του οποίοι οι έφοδοι είναι τρομακτικές και οι νίκες του ολέθριες.
(3) Άριστα ο Χρυσόστομος εκθέτει την ομοιότητα και ανταπόκριση του τύπου προς το αντίτυπο.
«Εκεί διέφυγαν το θάνατο οι Ιουδαίοι, αλλά τον πρόσκαιρο, εδώ τον αιώνιο όσοι πιστεύουν· εκεί το κρεμασμένο φίδι θεράπευε δαγκώματα φιδιών, εδώ ο σταυρωμένος Ιησούς θεράπευσε τις πληγές του νοητού δράκοντα· εκεί θεραπευόταν αυτός που έβλεπε με τούτα τα σωματικά μάτια, εδώ αυτός που βλέπει με τα μάτια της διάνοιας αποβάλλει όλα τα αμαρτήματα… Φίδι δάγκωνε εκεί και φίδι θεράπευε, έτσι και εδώ θάνατος κατέστρεψε και θάνατος έσωσε.
Αλλά το μεν φίδι που φόνευε, είχε δηλητήριο, αυτός όμως που έσωζε ήταν καθαρός από δηλητήριο· και εδώ πάλι το ίδιο συνέβη· δηλαδή ο μεν θάνατος που αφάνιζε είχε αμαρτία, όπως το φίδι είχε δηλητήριο, ο θάνατος όμως του δεσπότη ήταν απαλλαγμένος από κάθε αμαρτία, όπως ακριβώς λοιπόν το χάλκινο φίδι από το δηλητήριο».
«Έτσι και εδώ άνθρωπος ήταν ο Κύριος, αλλά ήλθε ελεύθερος από το δηλητήριο της αμαρτίας, έχοντας μόνο ομοίωμα σάρκας αμαρτωλής… αλλά δεν είχε πραγματικά σάρκα αμαρτίας» (Θφ).
Ο τύπος αυτός της ύψωσης του φιδιού στην έρημο, σήμαινε 1) ότι η αμαρτία θα παρουσιαζόταν δημόσια ως ηττημένη και νεκρή όπως ήταν το χάλκινο ομοίωμα του φιδιού, το νεκρό και χωρίς ζωή.
2) Η παρουσίαση αυτή θα γινόταν μέσω κάποιου προσώπου όχι πραγματικά αμαρτωλού, αλλά αγίου που θα είχε το ομοίωμα της αμαρτίας.
3) Θα σώζονταν μόνο αυτοί που θα συμμετείχαν μέσω της πίστης (g).
(4) Η έννοια του υψώνομαι, όπως φαίνεται και από την έννοια, την οποία το ρήμα έχει στον Ιωάννη (η 28,ιβ 32), δεν είναι αυτή του «δοξάζομαι», αλλά του σταυρώνομαι, του κρεμιέμαι πάνω στο σταυρό.
«Όταν ακούς να υψωθεί, να εννοήσεις: να κρεμαστεί» (Θφ).
Το υψώνομαι φανερώνει το κρεμιέμαι πάνω σε ξύλο τόσο περισσότερο όσο με αυτήν την έννοια γίνεται η σύγκριση και είναι εντελώς αδύνατο να υπάρξει σύγκριση, εάν το ρήμα αυτό το πάρουμε με την έννοια του δοξάζομαι (δ).
Ήδη από τις πρώτες χριστιανικές γενιές έτσι ερμηνεύτηκε αυτό (Βαρνάβα § 12, Ιουστίνου προς Τρύφωνα 94, Κυπριανός Test. ΙΙ 20, Ωριγένης εις μαρτύριον Προτρ. 50).
«Δεν είπε πρέπει να κρεμασθεί, αλλά να υψωθεί, δηλαδή χρησιμοποίησε αυτή την έκφραση που φαινόταν πιο ήπια» (Χ).
«Κρεμάστηκε σε ύψος, για να αγιάσει και τον αέρα αυτός που αγίασε τη γη με το να περπατήσει πάνω της» (Θφ).
Ο Κύριλλος συνδυάζει και τις δύο ερμηνείες: «Το ότι βέβαια ανύψωσε το φίδι και το έθεσε σε υψηλή στήλη, δηλώνει οπωσδήποτε ότι ο Χριστός θα ανεβεί σε δόξα και επισημότητα, ώστε να μην αγνοηθεί από κανέναν, ή ότι θα υψωθεί από τη γη, όπως λέει κάπου και ο ίδιος για το σταυρικό του πάθος».
Η ύψωση του Σταυρού είναι το πρώτο και κύριο σκαλί για ανάβαση στο θρόνο (μ).
Υψώθηκε ο Κύριος στη σταύρωσή του. Υψώθηκε στο σταυρό ως θέαμα, ως σημάδι, υψώθηκε μεταξύ ουρανού και γης, σαν να ήταν ανάξιος και για τα δύο και σαν να εγκαταλείφθηκε και από τα δύο.
Υψώθηκε και στην ανάληψή του, για να καθίσει στα δεξιά του Πατέρα και για να δώσει μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Υψώθηκε πάνω στο σταυρό, ώστε μετέπειτα να υψωθεί πάνω στο θρόνο.
(5) Το «πρέπει» φανερώνει την σύμφωνα με την καθορισμένη βουλή και πρόγνωση του Θεού (Πράξ. β 23) απόλυτη ανάγκη της σταύρωσης για σωτηρία του κόσμου. Δες Ματθ. ιστ 21,Μάρκ. η 31,Λουκ. θ 22,κδ 26 (δ).
Όπως και οι συνοπτικοί και ο Παύλος, έτσι και ο Ιωάννης εκφράζουν με αυτό την πίστη, ότι όχι κάποια τύχη αλλά η θεία πρόνοια κυβερνά τον κόσμο και ότι ο Θεός προγινώσκει κάθε γεγονός, διότι έχει προκαθορίσει αυτό και πρέπει αυτό να συμβεί κατά το θέλημά του (β).
(6) Εξεπίτηδες προτιμάται εδώ η ονομασία αυτή, για να τονιστεί και η ιδέα της αντιπροσώπευσης και αντικατάστασης.
Το ότι έχει κοινή φύση με εμάς, εξηγεί, πώς ο υιός του ανθρώπου έπαθε ως αντιπρόσωπός μας.
Ιω. 3,15 ἵνα(1) πᾶς(2) ὁ πιστεύων(3) εἰς αὐτὸν(4) μὴ ἀπόληται(5), ἀλλ᾿ ἔχῃ(6) ζωὴν αἰώνιον(7).
Ιω. 3,15 Και τούτο, δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κανένας από εκείνους, που θα πιστεύσουν εις αυτόν, αλλά να κερδήση και να έχη την αιώνιον ζωήν.
(1) Ο στίχος αυτός συμπληρώνει την εφαρμογή του τύπου (g). Όπως καθένας που θα έβλεπε προς το χάλκινο φίδι θεραπευόταν, έτσι και καθένας που πιστεύει στο Χριστό σώζεται.
Η έννοια αυτή αντιστοιχεί με τη φράση του πρώτου όρου της σύγκρισης που παραλείπεται αλλά υπονοείται (ο).
Δηλαδή όπως ο Μωϋσής «ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι ώστε αυτοί που ατενίζουν σε αυτό να έχουν ζωή» (Ζ), έτσι πρέπει να υψωθεί ο υιός του ανθρώπου, έτσι ώστε καθένας που πιστεύει σε αυτόν…
(2) Επεκτείνει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα την εφαρμογή του ιουδαϊκού τύπου, την ώρα που με την έναρθρη μετοχή «ο πιστεύων», εξατομικεύει έντονα την πράξη της πίστης (g).
Η από τον Υιό του ανθρώπου προσφερόμενη σωτηρία είναι γενική, ώστε καθένας που πιστεύει, χωρίς κάποια εξαίρεση, επωφελείται από αυτήν.
(3) Η πίστη στην περίπτωση εκείνων, οι οποίοι έχουν ανάγκη της σωτηρίας, είναι ό,τι υπήρξε το βλέμμα προς το υψωμένο φίδι στην περίπτωση των Ισραηλιτών που είχαν ανάγκη θεραπείας (b).
Στο βλέμμα του θανατηφόρα δαγκωμένου Ισραηλίτη, αντιστοιχεί η πίστη του αμαρτωλού στον Εσταυρωμένο.
«Αυτοί που ατενίζουν σε αυτόν (τον Ιησού) με πιο έντονη και διαρκή πίστη» (Κ).
(4) Ως υψωμένο. Ο σταυρός είναι σκάλα προς τον ουρανό (b).
(5) Το «μη απόληται» αποσιωπάται από τους κώδικες σιναϊτ., βατικανό και κάποιους άλλους.
(6) «Ο σταυρός λοιπόν είναι πηγή αιώνιας ζωής» (Ζ). Το αποτέλεσμα της πίστης δηλώνεται με διπλή μορφή, αρνητική (να μην χαθεί) και θετική (να έχει ζωή αιώνια).
Παλαιότερη γραφή: ο πιστεύων εν αυτω έχη ζωήν.
Η προσφερόμενη σωτηρία είναι πλήρης.
Ο πιστός δεν θα χαθεί από τα τραύματα των αμαρτιών του, αλλά θα πετύχει τη γη της επαγγελίας απολαμβάνοντας σε αυτήν ζωή αιώνια.
Ο Ιησούς Χριστός ήλθε να μας σώσει συγχωρώντας μας.
Ο στίχος αυτός αποτελεί αναμφίβολα ευαγγέλιο, χαρμόσυνο μήνυμα, το πλέον χαρμόσυνο από όσα ήλθαν ποτέ από τον ουρανό στη γη.
Σε αυτό σε λίγες λέξεις περιλαμβάνεται το παν· ο λόγος της συμφιλίωσης σε μικρογραφία.
(7) Φράση που συναντιέται 17 φορές στο ευαγγέλιο του Ιωάννη και 6 στην Α΄ Ιω., συχνά όμως και στους συνοπτικούς και στον Παύλο με την έννοια της μετά θάνατον μέλλουσας ζωής.
Στον Ιωάννη όμως η ζωή αυτή μπορεί να είναι και ένα παρόν κτήμα και επίτευγμα αυτού που πιστεύει (γ 36,ε 24,στ 47,Α΄Ιω. ε 13), που συνεχίζεται και μετά θάνατον αιώνια (στ 54).
Έχει ζωή αιώνια σημαίνει περισσότερο από το ζει αιώνια, αφού ο τόνος υπάρχει κυρίως όχι στη διάρκεια, αλλά στην ποιότητα της ζωής.
Έχει ζωή αιώνια σημαίνει συμμετέχει στη ζωή του Θεού (ε 26) και του Χριστού (α 4), η οποία ζωή είναι πάνω από την επίδραση και τις συνθήκες του χρόνου.
Όπως όμως η αιώνια ζωή σημαίνει την αιώνια μακαριότητα, έτσι ο αιώνιος θάνατος σημαίνει την αιώνια δυστυχία (b).
«Υπάρχει λοιπόν αυτή η διαφορά μεταξύ της συμβολικής εικόνας και τους πραγματικού αντίτυπου. Η εικόνα παρείχε πρόσκαιρη ζωή, η πραγματικότητα, της οποίας υπήρξε εκείνη εικόνα, παρέχει ζωή αιώνια» (Αυ).
Η εντύπωση που από τα λόγια αυτά του Κυρίου προκλήθηκε στο Νικόδημο, εξηγεί τη συμπεριφορά του κατά την ημέρα του πάθους.
Βλέποντας τον Ιησού υψωμένο στο σταυρό θυμήθηκε τα λόγια αυτά και αντί να σκανδαλιστεί και να πτοηθεί όπως οι υπόλοιποι μαθητές αισθάνθηκε την πίστη του να ενισχύεται (g).
Ιω. 3,16 (1)οὕτω(2) γὰρ(3) ἠγάπησεν(4) ὁ Θεὸς τὸν κόσμον(5), ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ(6) ἔδωκεν(7), ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν(8) αἰώνιον(9).
Ιω. 3,16 Διότι τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τον βυθισμένον εις τας αμαρτίας κόσμον, ώστε παρέδωκεν εις σταυρικόν θάνατον τον μονογενή του Υιόν• δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κάθε ένας που θα πιστεύη εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.
(1) Πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές θεώρησαν ότι ο διάλογος του Ιησού με τον Νικόδημο σταματά στον προηγούμενο σ., και αρχίζει τώρα υπομνηματισμός και εξήγηση αυτού από τον Ιωάννη. Είναι όμως προφανές, ότι η σύνδεση των λόγων αυτών με τα προηγούμενα είναι στενότατη και η σκέψη παρουσιάζεται να συνεχίζεται, όπως άλλωστε φαίνεται και από το «γαρ», με το οποίο τα λόγια του παρόντος στίχου έρχονται ως αιτιολογία, άρα λοιπόν και ως συνέχεια των προηγούμενων.
Άλλωστε η διακοπή του διαλόγου στο στίχο 15 θα ερχόταν πολύ απότομα και θα παρέμενε αυτός, παρά την τόση σπουδαιότητά του, ατελής (g,ο,F). Αφού στους δύο προηγούμενους στίχους ανέφερε το σκοπό της έλευσης του Σωτήρα στη γη και του έργου του, έρχεται στον παρόντα να εκθέσει την ποιητική αιτία της έλευσης και σταύρωσής του (δ).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση και προσδίδει ιδιαίτερο τόνο στην έννοια.
(3) Αιτιολογεί το «πρέπει να υψωθεί».
«Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· Μη θαυμάσεις ότι εγώ πρόκειται να υψωθώ, για να σωθείτε εσείς.
Διότι και στον Πατέρα φάνηκε καλό αυτό και αυτός τόσο πολύ σας αγάπησε, ώστε…» (Χ).
(4) Στους συνοπτικούς το ρήμα λέγεται για την αγάπη του ανθρώπου προς τον πλησίον και προς τον Θεό.
Ομοίως και στον Ιωάννη (ιγ 34,ιε 12,17,η 42, ιδ 15,21,23,κα 15). Σε αυτόν όμως συχνά λέγεται για την αγάπη του Ιησού προς τον άνθρωπο (ια 5,ιγ 1,23,34,ιδ 21,ιε 9,12,κα 7,20) και για την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο (γ 16,ιδ 23,ιζ 23,Α΄Ιω. γ 1,δ 10) όπως και για την αμοιβαία αγάπη του Θεού και του Χριστού (γ 35,ι 17,ιε 9,ιζ 23-26,ιδ 31)(β).
(5) Η λέξη αυτή στον Ιωάννη έχει δύο έννοιες.
Ή, το όλο γένος των ανθρώπων που βρίσκεται κάτω από την αμαρτία και είναι απεγνωσμένο, αλλά αγαπήθηκε από το Θεό, όπως εδώ· ή, το τμήμα της ανθρωπότητας που απιστεί ως αυτό που αντιτίθεται στο άλλο τμήμα της που πίστεψε και απαρνήθηκε τις αμαρτίες του, όπως συχνά χρησιμοποιείται στον τελευταίο διάλογο του Κυρίου με τους μαθητές του (ο).
Στον Ιωάννη η λέξη συναντιέται 78 φορές, ενώ στους συνοπτικούς μόνο 15 (F).
«Με το να πει «Τόσο πολύ αγάπησε»» και με το ««ο Θεός τον κόσμο», δείχνει πολλή μεγάλη την ένταση της αγάπης.
Διότι ήταν πολύ μεγάλη και άπειρη η απόσταση μεταξύ τους.
Διότι ο αθάνατος, ο άναρχος, η απέραντη μεγαλοσύνη, αυτούς αγάπησε, δηλαδή αυτούς που είναι από χώμα και στάχτη, τους γεμάτους από αμέτρητα αμαρτήματα» (Χ).
Η αγάπη του Θεού αγκαλιάζει ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο τους πιστούς εκλεκτούς, αν και ο ακόλουθος στίχος περιορίζει σε μόνους αυτούς την δωρεά της σωτηρίας (μ).
Ο Χριστιανισμός δεν είναι μία από τις πολλές θρησκείες, οι οποίες αποσκοπούν στην ατομική λύτρωση.
Είναι η μία και μόνη θρησκεία που αποβλέπει στην απολύτρωση ολόκληρου του κόσμου.
Αναμφίβολα περιλαμβάνει και οδό ατομικής σωτηρίας, όπως τα συμφραζόμενα εδώ δείχνουν.
Ο σκοπός της όμως είναι ευρύτερος· τόσο ευρύς όσο ευρεία είναι και η αγάπη του Θεού.
Ο Χριστός ήλθε να σηκώσει την αμαρτία του κόσμου. Δες Ιω. α 29 (τ).
Δες και θαύμασε την αγάπη του Θεού.
Ο μέγας και άπειρος Θεός αγαπά τέτοιο ανάξιο και εξευτελισμένο κόσμο!
Ο άγιος Θεός αγαπά έναν διεφθαρμένο κόσμο με αγάπη τέτοιας ευαρέστησης, την ώρα που δεν παρουσίαζε ο κόσμος τίποτα το άξιο της αρεσκείας του.
(6) «Και αυτά πάλι έχουν ομοίως έμφαση…
Όχι δούλο, όχι άγγελο, όχι αρχάγγελο» (Χ), αλλά «Υιό από την ουσία του Πατέρα, ο οποίος είναι δηλαδή ομοούσιος με αυτόν που τον γέννησε και Θεός όντως και αληθινά» (Κ).
«Αν έχοντας πολλούς γιους, έδινε έναν, και αυτό θα ήταν σε υπερβολικό βαθμό μεγάλο· τώρα όμως έδωσε τον Μονογενή» (Θφ).
Προσθέτει νέο γνώρισμα στο «υιόν του ανθρώπου» που προηγήθηκε. Ζητά λοιπόν κυρίως με αυτό να τονίσει το άπειρο της αγάπης του Πατέρα.
«Το αξιοθαύμαστο της αγάπης φαίνεται από το γεγονός ότι παρέδωσε για μας τον Υιό του, και μάλιστα τον Μονογενή.
Κατά συνέπεια για να μένει και να διασώζεται η μεγάλη αγάπη του Θεού και Πατέρα, να πιστεύεται ότι είναι Υιός, και όχι δημιούργημα» (Κ).
Η φράση υπενθυμίζει αυτό που ειπώθηκε για τον Αβραάμ σε σχέση με τον Ισαάκ στο Γεν. κβ 16 (F,β).
(7) «Με τρόπο συγκαλυμμένο υπαινίχτηκε το πάθος» (Σχ).
«Τον παρέδωσε σε θάνατο» (Ζ).
Το «έδωκεν» εδώ με την έννοια του: παρέδωσε και εγκατέλειψε για να πάθει.
Καταλήγει στην ίδια έννοια, στην οποία και το «να υψωθεί» που προηγήθηκε. Δες και Ρωμ. η 32.
«Πρόσεξε όμως, σε παρακαλώ, ότι όπως ακριβώς παραπάνω είπε, ότι ο Υιός του ανθρώπου κατέβηκε από τον ουρανό, αν και δεν κατέβηκε η σάρκα από τον ουρανό, αλλά όμως επειδή ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο και έχει μία υπόσταση, πρόσθεσε τα του Θεού στην ανθρώπινη φύση του· έτσι και εδώ το ανάποδο, προσθέτει τα της ανθρώπινης φύσης στο Θεό Λόγο.
Διότι, έδωσε, λέει, ο Θεός τον Υιό του σε θάνατο· παρόλο που ο Θεός είναι απαθής» (Θφ).
(8) Με την όλη φράση ἵνα… , τονίζεται η καθολικότητα της σωτηρίας (καθένας), η ευκολία του μέσου (που πιστεύει), το μέγεθος του κακού που προλαμβάνεται (να μην χαθεί), η διάρκεια και το εξαιρετικό του αγαθού που επιτυγχάνεται (ζωή αιώνια)(g).
Αποτελεί επανάληψη της φράσης του σ. 15.
Αυτή η επανάληψη είναι χαρακτηριστική του ύφους του Ιωάννη ( γ 3,5,δ 23,24,στ 35,41,48,51,στ 39,40,η 24,ι 8-15,ιε 1-5,ιστ 14,15)(β). Δίκαια αυτός ο στίχος χαρακτηρίστηκε από τον Λούθηρο ως «η Βίβλος σε μικρογραφία» (ο).
(9) «Ζωή βεβαίως αιώνια, δεν είναι η συνηθισμένη, η οποία υπάρχει και στα άλλα ζώα, αλλά γίνεται από την πίστη και την υπόλοιπη αρετή» (Ω).
Ιω. 3,17 οὐ γὰρ(1) ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ(2) τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ(3) ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ.
Ιω. 3,17 Διότι δεν έστειλεν ο Θεός τον Υιόν του στον κόσμον δια να κρίνη και καταδικάση τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος με την θυσίαν αυτού.
(1) Αιτιολογεί το «να μην χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνια» του προηγ. σ. Ο Κύριος αναιρεί τώρα την εσφαλμένη ιδέα των Ιουδαίων, οι οποίοι φρονούσαν, ότι ο Μεσσίας όταν έλθει, θα γινόταν αποκλειστικός τους βασιλιάς και σωτήρας την ίδια ώρα που θα έκρινε και θα τιμωρούσε τον κόσμο των εθνών.
Η λέξη κόσμος επαναλαμβάνεται 3 φορές με έμφαση, για να τονιστεί ιδιαίτερα, ότι η θεία ευδοκία περιλαμβάνει την όλη ανθρωπότητα.
Η καθολικότητα του ευαγγελίου του Παύλου υπάρχει σπερματικά και στους στίχους 16 και 17 αυτού του κεφαλαίου (g).
(2) Εκφράζει πρώτα αρνητικά το σκοπό της αποστολής του Κυρίου.
Το «κρίνει» ή με την έννοια του δικάζει, του επιτελεί τα έργα του κριτή (g), ή με την έννοια του δικάζει ταυτόχρονα και καταδικάζει, οπότε το «για να κρίνει» μπήκε εδώ αντί για το «να χαθεί» του προηγούμενου στίχου, και αυτή είναι η έννοια του «κρίνει» σε ολόκληρο αυτό το χωρίο (ο).
«Δεν έχω έλθει για να καταδικάσω» (Κ).
Η λέξη κρίνω και το παράγωγο κρίση, σημαίνουν πρώτα την πράξη του χωρισμού ή του ξεχωρίσματος, και έπειτα την, σαν συνέπεια αυτής, ακόλουθη πράξη της ανακοίνωσης απόφασης για εκείνα, τα οποία χωρίστηκαν.
Το ξεχώρισμα μεταξύ εκείνων, οι οποίοι πιστεύουν και εκείνων οι οποίοι δεν πιστεύουν, συνυπονοεί τόσο τη σωτηρία, όσο και την καταδίκη (χ).
Η αλήθεια που τονίζεται εδώ δεν αποκλείει το ότι στο μέλλον ο Κύριος θα έλθει ως Κριτής, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Ιωάννης σαφώς διδάσκει στο ε 27,28.
«Διότι δύο είναι οι παρουσίες του Χριστού, αυτή που ήδη έγινε, και η μελλοντική, αλλά δεν έχουν την ίδια αιτία και οι δύο, αλλά η μεν πρώτη έγινε, όχι για να εξετάσει τα όσα πράξαμε, αλλά για να τα συγχωρήσει, ενώ η δεύτερη θα γίνει όχι για να συγχωρήσει, αλλά για να εξετάσει» (Χ).
Το έργο του Κυρίου ως κριτή στη δεύτερη παρουσία, είναι επακόλουθο του έργου του στην πρώτη παρουσία. Προσφέρει πρώτα τη σωτηρία σε όλους και εξετάζει έπειτα ακριβώς τον τρόπο, με τον οποίο η προσφορά του έγινε αποδεκτή από τους ανθρώπους (ο).
(3) Εκφράζει το σκοπό της αποστολής του Κυρίου και θετικά.
Ο Χριστός ήλθε για καταδίκη του κόσμου τόσο λίγο, όσο και ο ήλιος έρχεται να επισκιάσει ορισμένα τμήματα του κόσμου που φωτίζεται από αυτόν.
Η καταδίκη όμως έρχεται, όπως ακριβώς και η σκιά από το φως του ηλίου, ως φυσική συνέπεια της σύστασης και των περιστάσεων, κάτω από τις οποίες βρίσκεται ο κόσμος (μ).
Ιω. 3,18 ὁ πιστεύων(1) εἰς αὐτὸν οὐ κρίνεται, ὁ δὲ μὴ πιστεύων(1) ἤδη κέκριται(2), ὅτι(3) μὴ πεπίστευκεν(4) εἰς τὸ ὄνομα(5) τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ(6).
Ιω. 3,18 Καθε ένας που πιστεύει εις αυτόν, εις οποιοδήποτε έθνος και αν ανήκη, δεν καταδικάζεται. Οποιος όμως δεν πιστεύει, έχει καταδικασθή από τώρα, ακριβώς διότι δεν επίστεψε στο όνομα του μονογενούς Υιού του Θεού, και με την απιστίαν του απέκλεισεν αυτός μόνος τον εαυτόν του από την σωτηρίαν.
(1) Με τον ενεστώτα της μετοχής δηλώνεται η έμμονη και διαρκής διάθεση της ψυχής προς το Χριστό (κ).
«Αυτός που πιστεύει, όχι αυτός που ερευνά με περιέργεια· αυτός που πιστεύει, όχι αυτός που πολυπραγμονεί.
Τι λοιπόν, αν έχει ακάθαρτη ζωή και πράξεις όχι καλές;
Αυτού του είδους οι άνθρωποι κατεξοχήν, λέει ο Παύλος ότι δεν είναι γνήσιοι πιστοί· διότι ομολογούν ότι γνωρίζουν το Θεό, με τα έργα όμως τον αρνούνται (Τίτου α 16)» (Χ).
(2) Η έννοια την οποία εκφράζει εδώ ο Ιωάννης είναι, ότι όπως η αιώνια ζωή αρχίζει από την παρούσα ζωή σύμφωνα με το σ. 15 (να έχει ζωή αιώνια), έτσι και η καταδίκη (β).
«Λέει ότι έχει καταδικαστεί ήδη αυτός που δεν πιστεύει, γιατί ήδη ο ίδιος έχει ορίσει την απόφαση του ότι πρέπει να κολάζεται, με το ότι αποφάσισε να απαρνηθεί αυτόν που του χορηγεί τη δυνατότητα να μην καταδικαστεί» (Κ).
«Μη νομίσεις ότι η αναβολή (της τιμωρίας) ωφελεί σε κάτι αυτόν που είναι ήδη υπαίτιος, εάν δεν μεταβάλλεται· διότι αυτός που δεν πιστεύει δεν θα έχει καλύτερη τύχη από αυτούς που ήδη καταδικάστηκαν και κολάζονται» (Χ).
Η οριστική καταδίκη θα απαγγελθεί βεβαίως κατά τη μέλλουσα κρίση (ιβ 48).
Αλλά «όπως ακριβώς τον πιστό η πίστη τον απάλλαξε από την κρίση πριν από την κρίση, έτσι και αυτόν εδώ η απιστία τον καταδίκασε πριν την καταδίκη.
Διότι και ο φονιάς και καθένας που διέπραξε σφάλμα, ως προς τη φύση μεν του αμαρτήματος έχει αμέσως καταδικαστεί· ως προς την απόφαση όμως του άρχοντα, θα καταδικαστεί ύστερα» (Ζ).
Άλλωστε «και η ίδια η απιστία είναι καταδίκη.
Διότι το να είναι κάποιος έξω από το φως, αυτό από μόνο του είναι μέγιστη τιμωρία» (Θφ).
Και «όπως συμβαίνει ως προς τον γιατρό, ήλθε (ο Κύριος) για να θεραπεύσει τον ασθενή.
Αλλά εάν αυτός δεν τηρήσει τις διαταγές του γιατρού καταστρέφει τον εαυτό του… Εάν δεν θελήσεις να σωθείς από αυτόν, θα κριθείς από τον ίδιο σου τον εαυτό» (Αυ).
Πόσο μεγάλη είναι η αθλιότητα του άπιστου!
Έχει ήδη καταδικαστεί.
Είναι τόσο βέβαιη η καταδίκη του, ώστε παρουσιάζεται ως παρούσα, παρόλο που πλήρως θα σημειωθεί στο μέλλον.
Αλλά και από τώρα η οργή του Θεού βαραίνει πάνω του, και η καρδιά του κατακρίνει αυτόν.
(3) Ο λόγος και η αιτία της καταδίκης.
(4) Το «μη» προτιμάται αντί για το «ου», διότι το γεγονός της απιστίας δεν εκφέρεται εδώ αντικειμενικά, αλλά υποκειμενικά, ως κρίση του Κριτή που εκφέρει την καταδίκη.
Ο παρακείμενος δηλώνει όχι την πράξη, αλλά την κατάσταση που προέρχεται από την πράξη (g).
(5) Δες α 12= «Με την έννοια του: σε αυτόν» (Ζ). Πιστεύει στην αποκάλυψη σχετικά με την ουσία του.
(6) «Και παρουσιάζει φοβερό και μεγάλο το έγκλημα της απιστίας, επειδή ακριβώς είναι ο Υιός και Μονογενής» (Κ).
Δες σε πόσο μεγάλη αμαρτία παρασύρονται αυτοί που απιστούν. Γίνεται αυτή βαρύτερη από την αξία του Προσώπου, το οποίο παραθεωρούν.
Δεν πιστεύουν στο όνομα του Μονογενούς Υιού του Θεού, ο οποίος είναι απείρως αληθινός και άξιος να πιστεύεται από εμάς, αλλά και άπειρα αγαθός και άξιος να εγκολπωθεί από εμάς.
Ο Θεός έστειλε, για να μας σώσει, εκείνον, ο οποίος ήταν ο περισσότερο από καθετί αγαπητότατος σε αυτόν. Και δεν πρέπει λοιπόν αυτός που στάλθηκε να γίνει και σε εμάς αγαπητότατος;
Δεν πρέπει να πιστέψουμε στο όνομά του, το οποίο είναι όνομα πάνω από καθετί;
Ιω. 3,19 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις(1), ὅτι τὸ φῶς(2) ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς(3)· ἦν γὰρ πονηρὰ(4) αὐτῶν τὰ ἔργα(5).
Ιω. 3,19 Αυτή δε είναι και η αιτία της καταδίκης των απίστων• ότι δηλαδή το φως, ο Υιός του Θεού, ήλθεν στον κόσμον, αλλά οι άνθρωποι ηγάπησαν και έδωσαν μάλλον την καρδιά τους στο σκοτάδι και όχι στο φως. Και τούτο, διότι τα έργα των ήσαν πονηρά.
(1) Η αιτία της κρίσης (b). «Αυτή είναι η καταδίκη αυτών που δεν πιστεύουν· για αυτό καταδικάζονται» (Ζ).
«Για αυτό τιμωρούνται» (Χ).
«Δείχνει εδώ ότι είναι στερημένοι από κάθε απολογία αυτοί που δεν πίστεψαν» (Θφ).
«Διότι, λέει, αν μεν είχα έλθει για να τους τιμωρήσω και να ζητήσω ευθύνες των πράξεών τους, θα μπορούσαν να πουν ότι για αυτό απομακρυνθήκαμε· τώρα όμως ήλθα να απαλλάξω από το σκοτάδι και να οδηγήσω προς το φως» (Χ).
(2) Μετά την αναφορά της ζωής ακολουθεί η αναφορά του φωτός όπως στο κεφ. α (b).
«Το φως της γνώσης και την αλήθειας» (Ζ).
Ο Ιησούς Χριστός ως αυτός που αποκαλύπτει το Θεό και τις οδούς του στον άνθρωπο, και ως η φανέρωση του αγαθού και της αγιότητας (ο,g).
Μεγαλύτερη δωρεά από αυτήν δεν ήταν δυνατόν να προσφερθεί στους ανθρώπους.
Και όμως πολλοί απέρριψαν αυτήν (τ).
(3) «Δεν πρέπει να ακούμε με συγκριτική έννοια το ότι αυτοί αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως· διότι καθόλου δεν το αγάπησαν (το φως), αφού το μίσησαν.
Δηλαδή για αυτό το λόγο λέει ότι αγάπησαν το σκοτάδι περισσότερο από το φως, επειδή πράττοντας πονηρά, μισούν το φως.
Εάν όμως μισούν αυτό, δεν αγαπούν το σκοτάδι συγκριτικά με το φως» (Ω).
Η αιτία λοιπόν της καταδίκης τους είναι «ότι δεν θέλησαν να αφήσουν το σκοτάδι και να τρέξουν στο φως» (Χ).
«Διότι αυτοί που έπρεπε να φωτίζονται καλά, εφόσον προτίμησαν να βρίσκονται στο σκοτάδι, πώς δεν είναι εύλογα αυτοί οι ίδιοι που όρισαν τα δεινά εναντίον του εαυτού τους;» (Κ).
«Διότι δεν έκαναν μόνο αυτήν την αμαρτία, ότι δηλαδή δεν ζήτησαν οι ίδιοι το φως, αλλά το χειρότερο είναι το εξής, ότι εκείνο ήλθε προς αυτούς, και όμως δεν το αποδέχτηκαν· για αυτό και είναι καταδικασμένοι» (Θφ).
«Διότι αυτός μεν που κάθεται στο σκοτάδι επειδή απουσιάζει το φως, θα μπορούσε να έχει κάποια συγγνώμη· εκείνος όμως που μετά την παρουσία του φωτός εξακολουθεί να κάθεται στο σκοτάδι, φέρνει εναντίον του την απόδειξη ότι είναι διεστραμμένος και ισχυρογνώμων» (Χ).
Η έλευση του Κυρίου ανάγκασε τους ανθρώπους να τάξουν τους εαυτούς τους είτε στη μία είτε στην άλλη μερίδα.
Προηγουμένως οι άνθρωποι αμάρταναν από άγνοια.
Τώρα όμως προτιμούν το κακό με ελεύθερη εκλογή (μ).
(4) «Αναφέρει και την αιτία, για την οποία οι άνθρωποι ήλθαν προς το σκοτάδι» (Θφ).
«Για αυτό απέφυγαν το φως» (Ζ).
«Φοβήθηκαν να μετακινηθούν» προς το φως, «επειδή δεν θέλουν να επιδείξουν ορθή ζωή» (Χ).
«Διότι δεν έχουν πονηρά έργα εξαιτίας του ότι υπάρχει το σκοτάδι· αλλά επειδή έχουν πονηρά έργα, αγαπούν το σκοτάδι» (Ω).
Ο παρατατικός «ήταν» σημαίνει τη ζωή του κόσμου στο κακό σαν να υφίσταται από παλιά, πολύ πριν ακόμα εμφανιστεί το φως.
Η απόρριψη του Ιησού από αυτούς που απίστησαν σε αυτόν δεν υπήρξε συνέπεια ούτε άγνοιας, ούτε ατυχίας, ούτε λόγω έλλειψης κάποιας ειδικής και μυστικής ικανότητας.
Οι άνθρωποι απορρίπτουν τον Ιησού, διότι τα έργα τους είναι πονηρά (χ).
Όλη η αντίσταση την οποία το ευαγγέλιο του Ιησού συνάντησε στον κόσμο, προέρχεται από τις φαύλες καρδιές, πάνω στις οποίες κυριαρχεί η πονηρία.
Ο Χριστός μισείται, διότι αγαπιέται η αμαρτία.
«Επειδή δηλαδή ο Χριστιανισμός απαιτεί και ορθότητα δογμάτων και υγιή τρόπο ζωής, φοβούνται, λέει, να μετακινηθούν προς εμάς, επειδή δεν θέλουν να επιδείξουν ορθό βίο.
Διότι εκείνον μεν που ζει στον Ελληνισμό (=ειδωλολατρεία), δεν θα μπορέσει να τον ελέγξει κανείς.
Διότι αυτός που έχει τέτοιους θεούς και έχει γιορτές όμοιες με τους θεούς αισχρές και γελοίες, επιδεικνύει τα έργα αντάξια των δογμάτων» (Χ).
(5) Κάθε ηθική εκδήλωση δηλαδή εσωτερική κλίση και εξωτερικές πράξεις (g).
Ιω. 3,20 πᾶς(1) γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων(2) μισεῖ(3) τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται(4) πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ(5) τὰ ἔργα αὐτοῦ·
Ιω. 3,20 Διότι κάθε ένας που αμετανοήτως πράττει έργα κακά και διεστραμμένα, αντιπαθεί και αποστρέφεται το φως και δεν έρχεται στο φως, δια να μη φανερωθούν τα φαύλα έργα του.
(1) Είτε εθνικός είτε Ιουδαίος (ο). Γενικό αξίωμα, του οποίου την αλήθεια η καθημερινή πείρα μαρτυρεί (δ).
(2) «Δεν είπε αυτός που έπραξε φαύλα… αλλά αυτός που πράττει συνεχώς, δηλαδή εκείνος που θέλει να κυλιέται συνεχώς στο βούρκο της αμαρτίας» (Χ).
«Διότι είναι δυνατόν και αυτός που έκανε κάποια στιγμή το κακό να απομακρυνθεί μεν από την κακία και να δει προς το καλό, και αυτός που υποσχέθηκε να ακολουθεί με χαρά την αλήθεια, να στραφεί κάποτε προς το χειρότερο.
Για αυτό είπε το «πράττει» και το «κάνει»» (Θμ).
Τόσο εδώ, όσο και στο ε 29 βάζει το ρήμα πράττω για το φαύλα.
Ενώ για τα αγαθά ή για την αλήθεια βάζει όχι το πράττω αλλά το ποιω.
Το πράσσω σημαίνει απλώς την εργασία και προτιμάται εδώ προκειμένου για έργα μάταια.
Το ποιώ υπονοεί έργο ολοκληρωμένο και αποτέλεσμα που παραμένει (g,β).
(3) Εδώ καθορίζει την προτίμηση του προηγ. στίχου εντονότερα και θετικότερα ως μίσος (ο).
Η αιτία της απιστίας σύμφωνα με αυτά δεν είναι διανοητική αλλά ηθική (g).
(4) Δηλώνει εσκεμμένη απόφαση (g).
Ο σιναϊτικός κώδικας και κάποιοι άλλοι αποσιωπούν το «και ουκ έρχεται προς το φως» προφανώς από σύγχυση κατά την αντιγραφή της άλλης λέξης «φως», που προηγήθηκε.
(5) Για να μη φανερωθεί η πλανεμένη ή κακή φύση του έργου ή της σκέψης (g).
«Επειδή αγαπά να μένει σε άγνοια αυτού που πρέπει, για να μη βασανίζεται διαπράττοντας τα πλημμελήματα, δεχόμενος πικρότερους πλέον τους ελέγχους της συνείδησης» (Κ).
Το φως της αλήθειας αποκαλύπτει τον απεχθή χαρακτήρα των πράξεων του ανθρώπου και εκθέτει αυτόν στην αποδοκιμασία του θείου νόμου και της συνείδησής του (ο).
Ιω. 3,21 ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν(1) ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς(2), ἵνα φανερωθῇ(3) αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι(4) ἐν Θεῷ(5) ἐστιν εἰργασμένα.
Ιω. 3,21 Καθένας δε που ζη και πράττει σύμφωνα με την αλήθειαν του Θεού, έρχεται στο φως, πλησιάζει με εμπιστοσύνην στον Κυριον Ιησούν, δια να φανερωθή η ποιότης και η αξία των έργων του, να πληροφορηθή δε και ο ίδιος ότι πράγματι αυτά έχουν γίνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού”.
(1) Ο λόγος είναι γενικός, αναφερόμενος και στους ανθρώπους πριν την εμφάνιση του Χριστού, για τους οποίους μιλά και ο Παύλος στο Ρωμ. β 7 (g, β). «Αυτός που αγαπά και πράττει τα έργα της αλήθειας» (Κ). «Αυτός που πράττει το ευθές, αυτός που ζει σωστά» (Ζ).
Ή, αλήθεια λέγεται εδώ το θέλημα του Θεού, διότι όπως ο Θεός είναι αλήθεια, έτσι και ο λόγος του, το θέλημά του το αγαθό είναι αλήθεια (δ).
Ο χαρακτήρας του ενάρετου άνδρα είναι χαρακτήρας ανθρώπου, που πράττει την αλήθεια.
Ενεργεί αυτός αληθινά και ειλικρινά σε όλες τις πράξεις του.
Παρόλο που μερικές φορές παρεκκλίνει από ανθρώπινη ασθένεια από το αγαθό, όμως πράττει την αλήθεια.
Έχει πάντοτε τίμιες προθέσεις, και παρ’ όλες τις αδυναμίες του, ποθεί την ακεραιότητα και πάντοτε τείνει προς αυτήν.
Είναι επίσης ο χαρακτήρας του χαρακτήρας ανθρώπου που έρχεται προς το φως. Είναι πάντοτε πρόθυμος να δεχτεί την αλήθεια και να εγκολπωθεί την αποκάλυψή της.
Επιθυμεί να μάθει την αλήθεια και με ευγνωμοσύνη ακούει αυτούς που διδάσκουν αυτήν σε αυτόν.
(2) «Το να έρχεται και να μην έρχεται κάποιος προς το φως, δεν πρέπει να το πάρουμε τοπικά αλλά ενεργητικά, ότι δηλαδή έρχεται προς αυτό καθένας που πράττει σύμφωνα με την αρετή» (Ω).
Αλληγορική έκφραση= Πλησιάζει προς τον Ιησού, ακούει υπάκουα και παραδίδεται σε αυτόν με εμπιστοσύνη.
Κάθε άνθρωπος που πράττει την αλήθεια άρχισε ήδη να έλκεται προς το Χριστό.
Εφόσον πράττει την αλήθεια, αρχίζει αυτός να αισθάνεται τη δύναμη και ωραιότητα του Χριστού.
Διότι ο Χριστός είναι η ίδια η αλήθεια και επόμενο είναι αυτός ολοένα και περισσότερο να εξαρτά τον εαυτό του από το Χριστό και να βρίσκει σε καθετί το Χριστό.
Ο άνθρωπος αυτός έχει κάποιο βαθμό φωτός και βρίσκεται υπό την επίδραση του φωτός.
Το φως ελκύει αυτόν.
Και φυσικό είναι ολοένα να βαδίζει προς την πηγή του φωτός και ολοένα να πλησιάζει προς αυτήν.
Δεν είναι φως, αλλά έρχεται προς το φως.
Κάθε ημέρα βρίσκεται σε μεγαλύτερη εγγύτητα με τον Ιησού, σε σταθερότερη κοινωνία μαζί του.
Και ο Ιησούς γίνεται το κέντρο γύρω από τον οποίο κινείται συνεχώς σε ολοένα στενότερο κύκλο, ερχόμενος προς το φως.
Και η συγγένεια μεταξύ αυτού και του Χριστού γίνεται ολοένα ισχυρότερη.
(3) Όχι από ματαιοδοξία και αγάπη για επίδειξη, αλλά από «τη δίψα να φωτίζεται» (Κ).
Η φανέρωση αυτή της αγαθής ποιότητας των έργων γίνεται όχι ενώπιον του κόσμου, αλλά στη συνείδηση του εργάτη τους (δ)
(4) Μάλλον ειδικός σύνδεσμος=να φανερωθούν, ότι… «Δεν αποφεύγει δηλαδή το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, καθοδηγούμενος μάλιστα από αυτό χωρίς να συναρπάζεται στο να μπορεί να κατανοεί, εάν δεν παραβίασε την εντολή του Θεού» (Κ).
(5) «Εάν όλα έχουν διαπραχθεί σύμφωνα με το νόμο του Θεού» (Κ).
«Ότι είναι αρεστά στο Θεό» (Ζ).
Λέει εν Θεώ και όχι εν Χριστώ, διότι εδώ πρόκειται για τα έργα κάθε ευθύ ανθρώπου πριν ακόμα βρει το Χριστό (g).
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 104-122 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940