Στις δώδεκα τα μεσάνυκτα χτύπησαν την πόρτα.
Ήταν μια γριούλα και ζητούσε να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Ό Ιερέας ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της.
Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας.
Ή γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον Ιερέα σε ένα δωμάτιο.
Και να, ξαφνικά ό παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.
Και να, ξαφνικά ό παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.
Φύγε από εδώ!
Ποιός σε κάλεσε;
Εγώ είμαι άθεος.
Και άθεος θα πεθάνω.
Ό παπάς τα έχασε.
Μά δεν ήλθα από μόνος μου! με κάλεσε ή γριά!
Ποιά γριά;
Ποιά γριά;
'Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ό παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
Να αυτή!
Ποιά αυτή;
Ξέρεις, τί λες, παπά;
Αυτή είναι ή μάνα μου.
Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο.
Αισθάνθηκαν δέος.
Ό άρρωστος άρχισε να κλαίει.
Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί.
Και μετά, κοινώνησε.
Ή μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει το δρόμο της σωτηρίας.
Από το Γεροντικό