Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἔκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης, 1998
– Γιατί ὁ διάβολος φοβᾶται τόσο πολύ τὸν Σταυρό;
– Γιατί, ὅταν ὁ Χριστός δέχθηκε τούς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσματα καὶ τὰ χτυπήματα, τότε συντρίφθηκε τὸ
βασίλειο καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου.
βασίλειο καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου.
Μὲ τί τρόπο νίκησε ὁ Χριστός!
«Μὲ τὸ καλάμι συντρίφθηκε τὸ κράτος τοῦ διαβόλου», λέει κάποιος Ἅγιος.
Ὅταν δηλαδή Τοῦ ἔδωσαν τὸ τελευταῖο χτύπημα μὲ τὸ καλάμι στὸ κεφάλι, τότε συντρίφθηκε ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου.
Δηλαδή ἡ ὑπομονή εἶναι ἡ πνευματική ἄμυνα καὶ ἡ ταπείνωση τὸ μεγαλύτερο ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου.
Τὸ μεγαλύτερο βάλσαμο τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ποὺ συντρίφθηκε ὁ διάβολος.
Μετά τὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πιά ὅπως...
τὸ φίδι ποὺ τοῦ ἔχει ἀφαιρεθῆ τὸ δηλητήριο ἤ ὅπως τὸ σκυλί ποὺ τοῦ ἔχουν ἀφαιρεθῆ τὰ δόντια.
Ἀφαιρέθηκε τὸ φαρμάκι ἀπὸ τὸν διάβολο, ἀφαιρέθηκαν τὰ δόντια ἀπὸ τὰ σκυλιά, τούς δαίμονες, καὶ εἶναι τώρα ἀφοπλισμένοι καὶ ἐμεῖς μὲ τὸν Σταυρό ὁπλισμένοι.
Τίποτε, τίποτε δὲν μποροῦν νὰ κάνουν οἱ δαίμονες στὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ὅταν δὲν τούς δώσουμε ἐμεῖς δικαιώματα. Μόνο φασαρία κάνουν, δὲν ἔχουν ἐξουσία.
Μία φορά, ὅταν ἤμουν στὸ Κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πέρασα μία πολύ ὄμορφη ἀγρυπνία!
Εἶχαν μαζευθῆ τὴν νύχτα πολλοί δαίμονες ἐπάνω στὸ ταβάνι.
Στὴν ἀρχή χτυποῦσαν μὲ βαριές δυνατά καὶ μετά θορυβοῦσαν, σάν νὰ κυλοῦσαν κούτσουρα μεγάλα, κορμούς Δὲνδρων.
Σταύρωνα τὸ ταβάνι καὶ ἔψαλλα «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα...».
Τελείωνα, ἄρχιζαν τὰ κούτσουρα πάλι.
«Τώρα, εἶπα, θὰ κάνουμε δύο χωρούς!
Ἕναν ἐσεῖς μὲ τὰ κούτσουρα ἀπὸ πάνω καὶ ἕναν ἐγώ ἀπὸ κάτω!».
Ἄρχιζα ἐγώ, σταματοῦσαν αὐτοί.
Μία φορά ἔψαλλα «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν...», τὴν ἄλλη «Κύριε, ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν Σταυρόν σου ἠμίν δέδωκας...».
Πέρασα τὴν πιὸ εὐχάριστη νύχτα μὲ ψαλμωδία καὶ, ὅταν λίγο σταματοῦσα, συνέχιζαν αὐτοί μὲ τὴν ψυχαγωγία!
Τὴν κάθε φορὰ ὅλο καὶ διαφορετικό ἔργο θὰ παρουσιάσουν!...
– Ὅταν ψάλλατε τὴν πρώτη φορά, δὲν ἔφυγαν;
– Ὄχι. Μόλις τελείωνα ἐγώ, ἄρχιζαν ἐκεῖνοι.
Ναί, ἔπρεπε νὰ βγάλουμε ἀγρυπνία καὶ οἱ δύο χοροί!
Ἦταν μία ὄμορφη ἀγρυπνία!
Ἔψελνα μὲ καημό!
Πέρασα καλές μέρες!...