Της Μεταμορφώσεως σήμερα και πάντα τέτοια μέρα έχω στο μυαλό μου εντυπωμένη μια θαυμάσια εικόνα.
Σε ένα πεζούλι στις Καρυές του Αγίου Όρους ο μακαριστός π. Δαυίδ ο Κουτλουμου-σιανός, κοντούλης και παχύς με εκείνο το
βλέμμα της απόλυτης ευτυχίας που ζήλευα από τότε που τον γνώρισα. Ένα καλογεράκι Ρώσος, ψιλόλιγνο με εκείνα τα σλαβικά αθώα μάτια όλο απορίες και κάτι στρογγυλά γυαλάκια, κρατώντας ένα τετράδιο με ελληνικά και κυριλλικά ορνιθοσκαλίσματα, μαθητής της Αθωνιάδας, σαν φιγούρα βγαλμένη από αφήγηση του Ντοστογιέφσκι κι εγώ, αλλόκοτη μορφή που είχε αρχίσει να συγκλονίζεται αργά και σταθερά απ' την Αγιορείτικη ζωή σαν ανακάλυψη ενός κόσμου που δεν πίστευες κάν ότι υπάρχει.
Ο παπά Δαυίδ, μάς περιέγραφε με ζήλο και πόθο άσβεστο το θαύμα που επιτελέστηκε στο περίφημο, απ' την βιβλική ιστορία, όρος Θαβώρ τον καιρό του Αγίου Ευθυμίου, όπου ανήμερα της Μεταμορφώσεως γέμισε ο Ναός με το Άκτιστο Φώς που έκανε το εκκλησίασμα να πέσει στα γόνατα με κλειστά τα μάτια, μην αντέχοντάς το και που μόνο ο Άγιος Ευθύμιος έμεινε όρθιος σε στάση ικεσίας.
Τοτε άρχισε να λέει ο καλοκάκαθος καλογερόπαπας στο καλογέρι απ τη Ρωσία:
«Κατάλαβες Αρσένιε τί μάτια χαρίζει ο Θεός στους ανθρώπους;
Ό,τι βλέπουμε είμαστε αδελφέ.
Θεό βλέπουμε, αυτό είμαστε. Κόσμο βλέπουμε, αυτό είμαστε.
Τα πάντα είναι τα μάτια.»
Ο καλοκάγαθος και λιγάκι αφελής Ρώσος ρωτούσε και ξαναρωτούσε: «Πάτερ που θα βρούμε τέτοια μάτια εμείς; Πες μου πού;»
Εγώ άκουγα σιωπηλός καπνίζοντας.
Δεν ξέχασα ποτέ στα χρόνια που ήρθαν και στους ατέλειωτους πολέμους μου, τα λόγια αυτά.
Όσες ασχήμιες κι άν είδα στο δρόμο μου, όσες ομορφιές, κατάλαβα πως όλα είναι μάτια κι αυτά πρέπει να φιλάς σαν σύνορο μιας πατρίδας πολύτιμης, της καρδιάς σου.
Αυτά θα μας σώσουν ή θα μας κρίνουν μια μέρα.
Αυτά θα αφηγηθούν όλη μας της ζωή.
Αυτά τελικά θα μας μεταμορφώσουν σε αυθεντικές υπάρξεις.
Και το τελικό έπαθλο θα είναι πάλι από τα μάτια: αυτά θα μας αξιώσουν ή οχι να δούμε Θεού πρόσωπο.