Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΒΥΖΑΝΤΙΟ





Έχει λεχθεί ότι η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) δεν χρησιμοποίησε ποτέ για τον εαυτό της το όνομα Βυζάντιο, ούτε οι πολίτες της ονομάσθηκαν ποτέ Βυζαντινοί μέχρι το 1562. 
Το έτος αυτό, για
πρώτη φορά, ο γερμανός Ιερώνυμος Βολφ (Wolf), εισηγήθηκε την σύσταση ενός συστήματος Βυζαντινής Ιστορίας, ενός Corpus Historiae Byzantinae. 
Εντελώς αυθαίρετα, δηλαδή, δεν ονομάσθηκε η ιστορία αυτή Ρωμαϊκή, αλλά Βυζαντινή, για να διαφοροποιηθεί από τη Δυτική Ρωμανία, τη δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που από το έτος 962 έλαβε το όνομα «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους»!

Έτσι, το 1680 ο ιστορικός Du Cange (Δουκάγκιος) τιτλοφόρησε το ιστορικό σύγγραμμα του «Historia Byzantina». 
Μέσω δε της Επιστήμης επιβλήθηκε το όνομα αυτό και στη Ρωμαϊκή Ανατολή.

Οι πολίτες της Αυτοκρατορίας με όνομα «Βυζάντιο» εννοούσαν μόνο την αρχαία πόλη - αποικία των Μεγαρέων, στη θέση της οποίας κτίσθηκε η Νέα Ρώμη- Κωνσταντινούπολη και λέγοντας «Βυζάντιο» εννοούσαν ή τους κατοίκους της αρχαίας αυτής πόλης ή τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, με αυστηρά τοπική σημασία, και ποτέ τον κάτοικο της Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας). 
Έτσι όμως, με τη χρήση του ονόματος «Βυζάντιο» ως κρατικού, δημιουργήθηκε σύγχυση ως προς το αληθινό όνομα της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην κατανόηση της μεσαιωνικής μας ιστορίας. 
Η επινόηση των ανύπαρκτων, με κρατική έννοια όρων, «Βυζάντιο» και «Βυζαντινοί» ήταν καθαρή νόθευση της Ιστορίας με σαφή σκοπιμότητα.

Η αποδοχή δε του ονόματος από τους σημερινούς Έλληνες (κυρίως από τον 19ο αι.), μέσω της σχολικής εκπαίδευσης, μαρτυρεί το συμπλεγματικό μιμητισμό μας σε κάθε τι το προερχόμενο από την Ευρώπη, και είναι μία χαρακτηριστική έκφραση της μανίας του εξευρωπαϊσμού μας.

Με αυτό τον τρόπο όμως διασπάσθηκε στην Επιστήμη η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης σε ρωμαϊκή και βυζαντινή, διαβάζουμε δε συχνά, ότι ο Μ. Κωνσταντίνος, ο ιδρυτής της Αυτοκρατορίας, μεταφέροντας την πρωτεύουσα στην Ανατολή, από Ρωμαίος Αυτοκράτορας έγινε... 
Βυζαντινός, σαν να ήταν βασιλιάς και αυτοκράτορας μόνο της μικρής πόλεως Βυζάντιο! 
Αντίθετα, όλοι οι Αυτοκράτορες μας δεν έπαυσαν ποτέ να υπογράφουν ως «Ρωμαίοι», όπως λ.χ ο τελευταίος (Κωνσταντίνος ΙΑ'), ως το 1453: «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων».

Τον 19ο αιώνα ισχυρά αντιτάχθηκε στην επικράτηση του ονόματος «βυζαντινός» για την Αυτοκρατορία ο μεγάλος Έλληνας Παπαρρηγόπουλος, προτείνοντας τον όρο «ελληνική» (για την Αυτοκρατορία), που όμως και αυτός δεν ανταποκρίνεται στην ορθή ιστορική χρήση. 
Αυτό όμως δεν οφείλεται σε άγνοια ή λάθος του Παπαρρηγόπουλου, αλλά είναι σύμπτωμα του κυρίαρχου πια εθνικισμού (φυλετισμού). 
Ο χαρακτηρισμός όμως «ελληνική» για την Αυτοκρατορία, μολονότι δεν αποδίδει ιστορικά με ακρίβεια τα πράγματα, ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα, αφού όχι μόνο εκ καταγωγής Έλληνας αλλά και οι άλλοι πολίτες της Αυτοκρατορίας ήταν πολιτιστικά και γλωσσικά όλοι Έλληνες. Το ορθό όμως είναι ρωμαϊκή. 
Ας αφήσουμε ότι το ελληνική μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις, δίοτι σήμερα ο όρος χαρακτηρίζει το Ελληνικό Κράτος, στο οποίο ανήκει μόνο ένα μέρος των πολιτών της.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, άριστος γνώστης της ιστορίας των ονομάτων και της χρήσης τους, χαρακτηρίζει «την καταστροφή» της εκτός της Ελλάδος Ρωμηοσύνης την επικράτηση του ονόματος «Βυζαντινός» για κάθε τι το ρωμαϊκό. 
«Οι εναπομείναντες Ρούμ και Ρωμανοί ή Ρουμάνοι, εις Μέσην Ανατολή, Ρουμανίαν και Αλβανίαν, δεν γνωρίζουν πλέον, ότι οι κακώς σήμερον λεγόμενοι Βυζαντίνοι είναι το ίδιο πράγμα με τον ευατόν των».

Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι οι λεγόμενοι Βυζαντινοί είναι στα ελληνικά Ρωμαίοι ή Ρωμηοί, στα λατινικά Ρωμάνοι (Ρουμάνοι) και στα αραβικά και τούρκικα Ρούμ, με κύρια και επίσημη γλώσσα τα ρωμαίικά.

Υπάρχει, όμως και καθαρά πολιτική διάσταση στην επιβολή του ονόματος «Βυζαντινός». 
Η χρήση του ονόματος αυτού αντί του «Ρωμαίοι», από τις αρχές κυρίως του 19ου αιώνα, εξυπηρετούσε τα πολιτικά σχέδια των δυτικοευρωπαίων. 
Με αυτό τον τρόπο οι λαότητες της Ρωμανίας, που κέρδιζαν την ελευθερία τους τον 19ο αιώνα (Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι Ρουμάνοι, κ.τ.λ.) δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την ανασύσταση της Αυτοκρατορίας τους, αλλά την ίδρυση μικρών εθνικών κρατιδίων, ως προτεκτοράτων των δυτικοευρωπαικών Δυνάμεων.

Έτσι και η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε μεν ως «Ρωμαϊκή» (Αλεξ. Υψηλάντης, Φεβρουάριος 1821), αλλά μετά έγινε εθνική, με τη διάσπαση των βαλκανικών λαών. 
Η επανάσταση στη Βαλκανική χερσόνησο από οικουμενική -ρωμαϊκή μεταβλήθηκε σε επί μέρους εθνικές εξεγέρσεις με έντονο εθνικιστικό χαρακτήρα. Με τον τονισμό της εθνικότητας, κάθε βαλκανική εθνότητα κινήθηκε «αλυτρωτικά» (δημιουργία εθνικού κράτους) και όχι οικουμενικά (ανάσταση της κοινής Αυτοκτατορίας).

Οι Τούρκοι, πάντως, διασώζουν σήμερα στη γλώσσα τους κάπως τις ιστορικές φραστικές διακρίσεις. 
Τους Ελλαδίτες (κατοίκους του ελληνικού κράτους), ονομάζουν Ίωνες (Junan), τους ομοεθνείς μας Ρωμαίους της Κωνσταντινουπόλεως καλούν Ρούμ (Ρωμαίους-Ρωμηούς). 
Την αυτοκρατορία όμως δεν την ονομάζουν Ρωμανία, αλλά Βυζάντιο και Βυζαντινή, ακολουθώντας και αυτοί το δυτικοευροπαικό παράδειγμα.

Η Ρωμαϊκή συνέχεια και η διασφάλιση της

Η ενότητα και συνέχεια των Ορθοδόξων Λαών της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης εξασφαλίζεται με την κοινή Πίστη, την Ορθοδοξία, όπως αυτή παραδόθηκε από τους Αποστόλους και τους Αγίους μας την κοινή πνευματική ζωή (αγιοπατερική πνευματικότητα) και την κοινή κανονική τάξη. 
Αυτά είναι τα όρια της ενότητας της Ορθοδοξίας στην οικουμενική διάσταση της. 
Όπου σώζονται αυτές οι πνευματικές προυποθέσεις, η Αυτοκρατορία της Ν. Ρώμης συνεχίζει να ζει, με έναν άλλο τρόπο, όχι ως Κράτος, αλλά ως πνευματικός σύνδεσμος και ως Χριστώ κοινωνία.

Η κοινή συνείδηση, ότι ιστορικά και πνευματικά όλοι οι Ορθόδοξοι (και όσοι κλείνονταν στα όρια της Αυτοκρατορίας) συναποτελούμε την Μια ανά τον κόσμο Ορθοδοξία, είναι το θεμέλιο της ενότητας μας, που υπερβαίνει και θεραπεύει τις εθνικές και όποιες άλλες κατατμήσεις. 
Άλλωστε, η Ορθοδοξία είναι αγιοπνευματικό μέγεθος, που ζει και κινείται μέσα στην αιωνιότητα, ενώ τα έθνη και τα κράτη κλείνονται στην προσωρινότητα του κόσμου τούτου.

Χωρίς να καταργούνται, έτσι, οι εθνικές και κρατικές ταυτότητες μας, ζούμε οι Ορθόδοξοι και την εν Χριστώ υπερεθνικότητας μας, που διασφαλίζεται με την «ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος». 
Αυτό που ήμαστε, λοιπόν, μέσα στην Αυτοκρατορία της Ορθόδοξης Ρωμανίας, συνεχίζεται και σήμερα, πνευματικά, με έναν άλλο τρόπο, και το βιώνουμε, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, όταν η εθνικότητα και η κρατική υπόσταση μας δεν διεκδικούν κάποιο πρωτείο η ηγετικό ρόλο (αυτό το κάνουν οι εθνικισμοί), ούτε χρησιμοποιείται η Ορθοδοξία για την επίτευξη καιρικών και κοσμικών στόχων και σκοπιμοτήτων.

Εντούτοις, από ένα σημείο και μετά, αναπτύχθηκε υπέρμετρα ο εθνικισμός (η φυλετική συνείδηση) που οδήγησε στον τονισμό της εθνικότητας, με θλιβερές συνέπειες για την ρωμαϊκή ενότητα. 
Αυτό, λόγω της επενεργείας των διαφόρων πολιτικών ρευμάτων, έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις στα Βαλκάνια, χωρίς όμως να μείνουν ανεπηρέαστοι και οι Ρωμηοί της Μέσης Ανατολής. 
Η επικράτηση των Φράγκων-Λατίνων στην Ανατολή μετά το 1204 και η ίδρυση των φραγκικών κρατιδίων, όπως και η επίδραση των Αράβων, ευνόησαν την ανάπτυξη διασπαστικών -εθνικιστικών τάσεων, που όλο και αδυνάτιζαν τη ρωμαϊκή συνείδηση και ενότητα.

Και είναι ανάγκη να λεχθεί ότι η Φραγκοκρατία δεν αρχίζει με την εμφάνιση Φράγκων στην Ανατολή αλλά με την κατάκτηση από τους Φράγκους των δυτικών επαρχιών της Ρωμανίας. 
Τη γιγάντωση του εθνικισμού ενίσχυσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης (Άγγλοι, Γάλλοι, κτλ) για την προώθηση των δικών τους πολιτικών συμφερόντων, όπως επίσης και το Παπικό Κράτος, που δεν έπαυσε ποτέ να επιδιώκει την διάλυση της ενότητας των Ορθοδόξων της Ανατολής για την εύκολη απορρόφηση τους, είτε ως παπικών, είτε ως ουνιτών. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία διαμορφώθηκαν δύο αντίρροπες καταστάσεις. 
Η κοινή ζωή των Ρωμαίων-Ορθοδόξων στο «ρούμ-μιλλετί» (τη ρωμαίκή εθνότητα) ευνόησε την ενότητα τους, ενώ οι εξισλαμισμοί προώθησαν την διάσπαση τους, μερική ή ολική απώλεια της ρωμαικής -ορθόδοξης συνείδησης τους.

Βέβαια, η φραγκική επέκταση στη Ρωμαίικη Ανατολή είχε και μία απρόσμενη ευεργετική για την ενότητα των Ρωμηών συνέπεια. 
Οι σταυροφορίες που επεσώρευσαν τόσα κακά στους Ρωμαίους της Ανατολής, με κορύφωση την άλωση του 1204, τους βοήθησαν να αντιληφθούν τις πραγματικές διαθέσεις των Φραγκοτευτόνων απέναντι τους, αλλά και της ηγεσίας τους (Πάπας, Φράγκοι Ηγεμόνες). 
Οπότε οι σταυροφορίες βοήθησαν την ανάπτυξη της ψυχικής και πνευματικής ενότητας των Ρωμηών, διότι έγινε συνειδητό, ότι όλοι αντιμετώπιζαν τον ίδιο αδυσώπητο εχθρό, τους Φράγκους. 
Ομολογώ, ότι αισθάνθηκα μεγάλη έκπληξη, όταν σε κάποιο Συνέδριο σε μεγάλη Χώρα της Μέσης Ανατολής (ισλαμική και αραβόφωνη) μας ετόνιζαν οι ντόπιοι συνομιλητές μας, ότι αισθάνονταν ισχυρό το συναίσθημα της αγάπης απέναντι στους Έλληνες - Ορθοδόξους, διότι επί αιώνες αντιμετωπίζαμε τον ίδιο εχθρό. Και εννοούσαν τους Φράγκους σταυροφόρους!

Η καλλιέργεια της εθνικής (εθνικιστικής) ιδέας στη Ρωμαίικη Ανατολή εντάθηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα με τους φορείς του δυτικού πνεύματος Διαφωτιστές και τον 19ον αιώνα θα επιβληθεί μέσω της σχολικής εκπαίδευσης. 
Μόνο το ευρύ λαϊκό σώμα θα συνεχίζει ως κάποιο βαθμό να επηρεάζεται από το οικουμενικό πνεύμα της Ορθοδοξίας, κυρίως μέσα στη Λατρεία. 
Σ΄ αυτήν, ανεπίγνωστα πολλές φορές, βιώνεται η υπερεθνική - οικουμενική ενότητα των Ρωμηών-Ορθοδόξων, όταν λειτουργούμε γύρω από την κοινή Αγία Τράπεζα και κοινωνούμε όλοι από το ίδιο άγιο Ποτήριο. 
Σήμερα όμως η σκέψη σχεδόν όλων μας κινείται σε πλαίσιο εθνικιστικό-φυλετικό, και γι' αυτό τα αντανακλαστικά μας αδρανούν και μειώνονται οι αντιστάσεις μας.

Ανάλογη αρνητική επίδραση έναντι της ρωμαϊκής ενότητας είχαν και στη Μ. Ανατολή οι δυτικοσπουδασμένοι και κάτοχοι φράγκικης (γαλλικής - αγγλικής) κουλτούρας και γι' αυτό φορείς του ευρωπαικού -φραγκικού πνεύματος. 
Η απώλεια κάθε σχέσης και επαφής με την Ρωμανία, αφού χάθηκε κάθε σχετική δυνατότητα στην σχολική εκπαίδευση, εξασθενίζει τη ρωμαϊκή ενότητα και αλλοιώνει την Ορθοδοξία μέσα σε ένα πνεύμα - και συνείδηση - Ουνίας ή καθαρού εκδυτικισμού/εκφράγκευσης.

Στην εποχή μας όμως συμβαίνει και ένα άλλο παράδοξο. 
Τον 19ο αιώνα η ανερχόμενη αστική τάξη, για να σαρώσει τη φεουδαρχική κοινωνία και να προωθήσει την εδαφική κατάτμηση, εξυπηρετώντας την παραγωγική ανάπτυξη και την δημιουργία «προτεκτοράτων» για τον ευκολότερο μεταπραματισμό, απέβαλε την ιδεολογία του εθνικισμού και δημιούργησε τα εθνικά κράτη. 
Τα επαρχιωτικά ονόματα έγιναν κρατικά (π.χ Ελλάς, Σερβία, Βουλγαρία, Συρία, κ.λ.π), με ταυτόχρονη απώλεια της συνείδησης της ενότητας στο ένα μεγάλο κράτος. Τον 20ο αιώνα ο εθνικισμός εμπλουτίζεται μ' ένα στοιχείο, τον ρατσισμό ως ιδεολογία, που χωρίζει τους Ευρωπαίους από την λοιπή ανθρωπότητα, και ιδιαίτερα τους μη λευκούς. 
Στα τέλη όμως του 20ου αιώνα με την υπερατλαντική ιδεολογία και πολιτική της παγκοσμιοποίησης, στην οποία κυριαρχούν το πολυεθνικό κεφάλαιο και οι υπερεθνικές «ελίτ», η εθνικιστική κατάτμηση του κόσμου θεωρείται εμπόδιο και επιβάλλονται τα ιδεολογήματα του αντιεθνικισμού και του αντιρατσισμού.

Όλα αυτά τα ρεύματα επηρεάζουν και τους Ορθοδόξους, ως πολίτες του κόσμου και μεταθέτουν την ενότητα μας από την ρωμαϊκή οικουμενικότητα στην νεοεποχική παγκοσμιοποίηση. 
Η πρώτη όμως ήταν μία φυσική ροή και εξέλιξη της ιστορικής πραγματικότητας, που άρχισε με τον Μ. Αλέξανδρο και κορυφώθηκε στην Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης (Ρωμανία). 
Η δεύτερη είναι ένας άνωθεν κατευθυνόμενος εξαναγκασμός (αυτό δηλώνει το β' συνθετικό του όρου: παγκοσμιο-ΠΟΙΗΣΗ), που χειραγωγείται από τον στρατιωτικό - πολιτικό βραχίονα της Νέας Εποχής (New Age), τη Νέα Τάξη πραγμάτων, που επιβάλει σε όλο τον κόσμο η σημερινή Υπερδύναμη και Παγκόσμια Ηγεσία, η οποία σύμφωνα με πολλές σοβαρές ενδείξεις δεν είναι μόνο η Κυβέρνηση των Η.Π.Α., αλλά και η γνωστή μεν, αλλ' αθέατη εκείνη «Δύναμη», που κρύβεται πίσω απ' αυτήν και την κατευθύνει στην αλλαγή του κόσμου, σύμφωνα με ένα καθορισμένο σχέδιο. 
Αυτά οι Ορθόδοξοι πρεπεί να τα λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη για την κατανοήση της πορείας του σημερινού κόσμου και την αντιμετώπιση της, που αρχίζει με την αποφυγή της εξαπάτησης.

Οι αληθινοί και γνήσιοι όμως Ρωμηοί, που θέλουν την Ορθοδοξία ως βάση της ενότητας τους και ιεραρχούν την εθνικότητα τους στην πίστη, γνωρίζουν ότι εκκλησιαστικά μπορεί να βιωθεί και σήμερα η υπερεθνικότητα της Ρωμανίας, ανεξάρτητα από την έκταση της ή την κρατική υπόσταση της. 
Ρωμανία ήταν πάντοτε η χώρα, το Κράτος, η βασιλεία και επικράτεια των «Ρωμαίων», των Ορθοδόξων πολιτών της Νέας Ρώμης, ανεξάρτητα από τα όρια, που κατά καιρούς είχε. Εξ' άλλου, Ρωμηοσύνη ήταν ο λαός και ο πολιτισμός των Ρωμαίων, ανεξάρτητα από το αν βρίσκονταν μέσα ή έξω από τα κρατικά όρια της. 
Ο ηγέτης της Ρωμανίας (αυτοκράτορας) ήταν ο ηγέτης όλων των Ρωμαίων, εντός και εκτός της Ρωμανίας.

Η ενότητα της Ρωμανίας και η συνέχεια της οικουμενικής ρωμαϊκής ιδέας εξασφαλιζόταν σε κάθε ιστορική στιγμή στα όρια της εκκλησιαστικής διακαιοδοσίας, η οποία δεν ακολούθησε τις τύχες και περιπέτειες της κρατικής δικαιοδοσίας. 
Ο εκκλησιαστικός χώρος, όταν και όπου κυριαρχεί το αγιοπατερικό φρόνημα, μένει πάντα πιστός στην οικουμενικότητα της Αυτοκρατορίας. 
Αυτό σημαίνει, οτί όπου είναι ζωντανή η ορθόδοξη συνείδηση, εκεί βιώνεται η ρωμαϊκή οικουμενικότητα και παναδελφότητα. 
Διαφορετικά, όπου επικρατεί το κοσμικό φρόνημα, εκεί τα πάντα καταβροχθίζονται από ένα νοσηρό εθνικισμό. 
Η απεξάρτηση από τον καταθλιπτικό (ρατσισμό) εθνικισμό, για την ανεύρεση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας, απαιτεί κοινή προσπάθεια όλων των Ρωμηών. 
Διαφορετικά η ενότητα είναι αδύνατη και θα συνεχίζονται οι διαιρέσεις και ανταγωνισμοί μεταξύ τους.

Αυτό διαπιστώνεται ευκολότερα στην περιοχή των Αγίων Τόπων. Τα ιερά προσκυνήματα είναι Ρωμαϊκά. Αυτό σημαίνει οτί δεν ανήκουν σε μία μόνο ρωμαϊκή εθνότητα, αλλά στο Ρωμαϊκό Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων.

Η Ρωμανία ζει και ανθεί λόγω της επιβιώσεως των εθναρχιών των κατακτημένων εδαφών της. Της Εθναρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων και της Εκκλησίας Κύπρου. 
Η διακαιοδοσία αυτών των εθναρχικών κέντρων σώζει και εδαφικά - δικαιοδοσιακά την παλαιά γεωγραφική έκταση της Ρωμανίας. 
Στο Πατριαρχείο Νέας Ρώμης ανήκουν εκκλησιαστικά λόγω των εκεί Μητροπόλεων οι παλαιές επαρχίες της Μεγάλης Ρωμανίας (Δυτική Ευρώπη, Σκανδιναβικές χώρες, Αμερικανική ήπειρος), αλλά και η Νέα Ζηλανδία, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και τα λοιπά τμήματα της Ασίας. Το Ρωμαϊκό Πατριαρχείο Αλεξανδρείας έχει δικαιοδοσία σ' όλη την Αφρική. Το Ρωμαϊκό Πατριαρχείο Αντιοχείας καλύπτει, κυρίως, την Συρία και τον Λίβανο. 
Το Ρωμαϊκό Πατριαρχείο Ιεροσολύμων καλύπτει τα κράτη Παλαιστίνη, Ισραήλ και Ιορδανία, με τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Ρωμηοσύνης4.

Αυτό σημαίνει ότι η Ρωμανία ζει όχι μόνο εκκλησιαστικά, πνευματικά, αλλά και στην πράξη. 
Η συνέχεια της όμως και ενότητα της σήμερα, εξαρτάται από την Ορθοδοξία των ορθοδόξων πολιτών της και την πνευματική τους ελευθερία από τις εφάμαρτες και θανατηφόρες δεσμεύσεις, που δημιουργεί ο «κόσμος», που «κείται εν τω πονηρώ» (Α'Ιωαν.5,19)

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"