Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Μεγάλη Παρασκευή στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα




Όπως γράφει ο Ακαδημαϊκός Δημήτρης Καμπούρογλου στο μνημειώδες τρίτομο έργο του «Ιστορία των Αθηνών»: την Μεγάλη Παρασκευή, του Επιταφίου τα λουλούδια τ’ άρπαζαν, τα ξέραιναν και εκαπνιζόντουσαν για το ‘μάτιασμα και τα
κεργιά του Επιταφίου τα φύλαγαν για να τανάψουν όταν άστραφτε και βροντούσε για να μη τους κάψη τα’ αστροπελέκι όταν τα άναβαν έλεγαν τους χαιρετισμούς της Παναγίας. 
Από βραδύς, εσάρωναν όλα τα πλόθουρά τους και κατάβρεχαν καλά καλά το δρόμο, γιατί τη νύχτα θα πέρναγε ο Επιτάφιος όταν περνούσε έβγαιναν μ’ ένα κεραμίδι με κάρβουνα αναμμένα και με λιβάνι όλοι στις πόρταις τους και όχι μόνον οι Χριστιανοί αλλά και πολλαίς Τούρκισσες και προπάντων αραπίνες και έλεγαν «χω! χω! 
κακόμοιρο! 
το σταυρώσανε πάλι το γυιό της Μεργέμανας (Παναγίας)». 
Επίσης κατ’ αυτήν περιήρχοντο τα παιδιά άδοντα θλιβερώτατον άσμα, ούτινος τας λέξεις:

«Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη ‘μέρα Όπου σταυρώσαν τον Χριστό οι άνομοι Εβραίοι.
Σήμερα ο κόσμος τρέμεται και τα βουνά ραΐζουν. 
Τρία καρφιά παράγγειλαν για να τονε καρφώσουν και κείνοι οι αθεόφοβοι πιάνουν και φτιάνουν πέντε τα δύο για τα χέργια του τα δυό για τα ποδάργια το πέμπτο το φαρμακερό το βάζουν στην καρδιά του να τρέξη αίμα και νερό ώστε να βγη η ψυχή του. 
Κι’ ο Θεός τους καταράστηκε σπίτια να μη ‘ποκτούνε Μηδέ στακτί στο τζάκι τους, μηδέ καλό να ιδούνε.




Το μεγάλο Σάββατο έβγαινε η κλησάρισσα στη γειτονιά και μάζωνε ξερόνια φώναζε δε στην πόρτα «φέρτε ξερόνια για τον Οβραίο». Με αυτά άναβαν φωτιά και καίγαν τον Οβραίο. 
Τον Οβραίο τον γέμιζαν με μπαμπακόσπορο και στα μάτια και στο κεφάλι εβάζανε μπαρούτι ζυμωμένο με νερό τον έβαζαν απάνω στα ξύλα τον έκαιαν και πετούσε φωτιές από το στόμα και από τα μάτια του, γελούσε δε όλος ο κόσμος και τα μικρά παιδάκια, ως και αυτά, χτυπούσαν τα χεράκια τους. 
Όπως και σήμερα έτσι και τότε ο εσπερινός της Λαμπρής λεγότανε «αγάπη». 
Στην αγάπη εγινόντουσαν αδερφοποιτοί νέα παλληκάρια, έπρεπε δε το δίχως άλλο νά ‘χουν μαζί τους και ένα κορίκι ο παπάς αφού τους εδιάβαζε τους ώρκιζε σ το Ευαγγέλιο τους περίζωνε μ’ ένα μακρύ κόκκινο ζωνάρι και τους τράβαγε κατά το ιερό ύστερα εφιλιούντο όλοι, ‘φιλούσαν του παπά το χέρι και έτσι γινόντουσαν αδελφοποιτοί και αγαπιώντουσαν πειο πολύ παρά αδέλφια.



ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"